Δεν μπορείς να λέγεσαι «ολοκληρωμένος» φοιτητής αν έστω και για μια φορά, μια νύχτα πριν την εξέτασή σου, δεν έγινες κουρούμπελο. Ενώ κάποιος θα έλεγε πως μια σωστή νύχτα πριν δώσεις μάθημα περιέχει χαλάρωση, επανάληψη κι ύπνο από νωρίς, κάποιοι έρχονται για να φέρουν τα πάνω κάτω. Αφού, πολλοί είναι αυτοί που θα προτιμήσουν να βγουν για ένα “χαλαρό ποτό”, να ξεχαστούν λιγάκι και ν’ απομακρύνουν το άγχος για το μάθημα της επόμενης μέρας. Το κακό φυσικά με αυτή τη συνήθεια, είναι πως, ποτέ, κανένας δεν έμεινε στο ένα ποτό!
Ένα βράδυ πριν από την εξέταση, κάνεις την τελευταία επανάληψη –τουλάχιστον προσπαθείς– και τσουπ κτυπάει το τηλέφωνο. Η διαίσθησή σου, λέει πώς δε θα ‘ναι για καλό. Η παρέα θα βγει, σού λένε και προσπαθούν να σε ψήσουν κι εσένα, -λες και θα δυσκολευόσουν– να κατέβεις κι εσύ για ένα χαλαρό ποτάκι. Ίσα-ίσα μωρέ, για να χαλαρώσεις από το άγχος που κυριολεκτικά σε «τρώει». Όντως η πρόταση της παρέας, δε σε αφήνει αδιάφορο, αφού βρίσκεις κι εσύ την ευκαιρία να ξεφύγεις λίγο από τα βιβλία –λες και τους έδωσες και μεγάλη σημασία. Παίρνεις όμως, το ρίσκο και βγαίνεις έξω σκεπτόμενος πως «ένα ποτάκι είναι, πόσο λάθος μπορεί να πάει;». Κι η βότκα με το τζιν γέλασαν γιατί μονάχα αυτά ξέρουν!
Δεν μπήκες καν στη διαδικασία να ετοιμαστείς, βγαίνοντας από το σπίτι με τη φόρμα, αφού δε θα κάτσεις για πολύ, ενώ «επιβάλεις» στον εαυτό σου να τηρήσει την υπόσχεσή του, για το ένα ποτό. Έτσι κι αλλιώς, πάντα στο πίσω μέρος του μυαλό σου υπάρχει και το πρωινό ξύπνημα της επόμενης μέρας. Άσε που η σκέψη πρέπει να είναι καθαρή, για να μπορείς να συγκεντρωθείς ώστε να γράψεις αυτό το έρμο το 5, που παλεύεις τρεις εξεταστικές τώρα. Κατά βάθος όμως, γνωρίζεις κι ο ίδιος, πως το ένα ποτό είναι ένα σενάριο εκτός πραγματικότητας.
Φτάνοντας στο μαγαζί κάνεις κυριολεκτικά τον σταυρό σου και μετά μπαίνεις. Παραγγέλνεις, ελπίζοντας σε μία ώρα να είσαι και πάλι παρέα με τα βιβλία σου. Λόγω όμως, της παρέας και της καλής διάθεσης, αποφασίζεις να παραγγείλεις κι ένα δεύτερο. «Τι ένα, τι δύο;», σκέφτεσαι. Και μ’ αυτή τη λογική, το ένα ποτό φέρνει το άλλο. Και να και τα σφηνάκια, και να και τα εις υγείαν με ξένους και γνωστούς. Και καταλήγεις ξημερώματα, να χορεύεις πάνω στο μπαρ, «Τέσσερις πήγε, μου είπαν πάλι φύγε…». Κανένας από την παρέα όμως δεν είναι σε θέση να σε συνετίσει, αφού είναι κι αυτοί λιώμα, ενώ εσύ στην κατάστασή σου, δε θυμάσαι ούτε τ’ όνομά σου, όχι τι μάθημα δίνεις το πρωί. Πιο εύκολα δηλαδή θα μπορούσες να παραδώσεις γραπτό με στίχους του Αργυρού «Λιώμα θα είμαι λιώμα» παρά για χημείες, βιολογίες και μαθηματικά.
Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, αποφασίζεις να εμφανιστείς στην εξέταση με καφέ στο ένα χέρι και παυσίπονα στο άλλο, έστω και με σερί. Κάποιος θα μπορούσε φυσικά, να το πει και θράσος. Κι ας μην ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι, πας και πας και συνειδητά. Κι ας θέλεις να κτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο μπας και περάσει η ημικρανία που σε ταλαιπωρεί εδώ κι ώρες, ενώ καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που βγήκες απ’ το σπίτι.
Αν δεν το ζήσεις έστω και μια φορά, να μεθύσεις δηλαδή το προηγούμενο βράδυ μιας εξέτασης και να εμφανιστείς «κύριος» το επόμενο πρωί στο αμφιθέατρο -ουσιαστικά «τύφλα»-, κάτι δεν έχεις κάνει σωστά στη φοιτητική σου ζωή. Δε λέω ότι αυτό πρέπει να γίνεται κάθε εξάμηνο, αλλά εκείνη μία φορά, έτσι για την εμπειρία, σχεδόν επιβάλλεται. Έτσι, για να έχετε να λέτε με την παλιοπαρέα για τότε που πήγατε όλοι κουρούμπελα να δώσετε εκείνο το μάθημα, που τελικά κοπήκατε και ξαναπήγατε τον Σεπτέμβρη. Γιατί αυτά μένουν.
Η φοιτητική ζωή, θέλει χαβαλέ. Και το να εμφανιστούμε σε εξέταση με το αλκοόλ από το προηγούμενο βράδυ να ρέει ακόμη στις φλέβες μας, είναι κάτι σαν ιεροτελεστία. Όλοι το έχουμε κάνει ή θα έπρεπε να κάνουμε, τουλάχιστον. Κι όσο λάθος κι αν είχε καταλήξει η φάση, τουλάχιστον το ζήσαμε και το ευχαριστηθήκαμε! Είναι από μόνο του μια εμπειρία, που θα θυμόμαστε και θα γελάμε. Μαζί με όσα νιώσαμε εκείνες τις στιγμές κάνοντας τις «τρέλες» των 20. Διότι, στην τελική, από τη φοιτητική μας ζωή χρειάζεται να ζήσουμε αυτή την ασύγκριτη αίσθηση ελευθερίας κι ελαφράς βλακείας. Ούτε οι βαθμοί, ούτε οι ώρες που αφιερώσαμε χωμένοι μέσα στα βιβλία θ’ αξίζουν, αν δεν υπάρχει και το σερί, η αλητεία, το ξενύχτι. Άντε, και καλό Σεπτέμβρη!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου