Έχετε ποτέ ακούσει για τη «Φαγοφοβία»; Τι είναι και πώς την ξεπερνάς; Μια κρυφή διαταραχή θα έλεγε κανείς, αφού ακόμα κι η πλειοψηφία όσων την έχουν βιώσει, δε γνώριζαν γι’ αυτή. Όπως το λέει κι η ίδια η λέξη, η φαγοφοβία ή καλύτερα φοβία της κατάποσης, είναι μια διαταραχή όπου ουσιαστικά φοβάσαι να φας και πιο συγκεκριμένα να καταπιείς. Εκ πρώτης, θυμίζει ένα είδος διατροφικής διαταραχής, όμως, όπως εξηγεί κι η ψυχοθεραπεύτρια Φανή Κλεάνθους, η οποία χειρίζεται ανάλογα περιστατικά, δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Είναι ψυχολογικοί οι λόγοι που οδηγούν σ’ αυτή τη διαταραχή και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, αφορούν τη φοβία ενός ατόμου να πεθάνει εξ’ αιτίας της λήψης τροφής. Αυτή είναι η φαγοφοβία και μπορεί για κάποιους ν’ ακούγεται χαζό, όμως όσοι την έχουν ζήσει ξέρουν πόσο άσχημα μπορούν να γίνουν τα πράγματα.
Ξέρετε τι θα πει, να είσαι σ’ ένα τραπέζι, που όλοι γύρω σου τρώνε κι εσύ να μην μπορείς να βάλεις μπουκιά στο στόμα σου; Να πονάς από την πείνα, αλλά ν’ αποφεύγεις το φαγητό γιατί θεωρείς πως μπορεί να σε σκοτώσει. Μόνο όσοι το έχουν βιώσει είναι ικανοί να το καταλάβουν, γιατί ξέρουν από πρώτο χέρι πώς είναι να σκαρφίζεσαι ένα σωρό δικαιολογίες, όταν σε ρωτάνε γιατί δεν τρως. Τους βλέπεις να μένουν κυριολεκτικά «μισοί», από μέρα σε μέρα κι όταν τους ρωτάς τι έχουν, ακούς ατάκες όπως «κάνω διατροφή» ή «νηστεύω». Ατάκες που θα σκαρφιστεί κι εκείνος που πάσχει από ανορεξία, όμως εδώ μιλάμε για άλλου τύπου διαταραχή. Ξεκινά ξαφνικά κι απότομα, ενώ σε καταβάλει ο φόβος μήπως φας κάτι και πεθάνεις. Οι μπουκιές γίνονται τόσο μικρές και το μάσημα της καθεμιάς παίρνει ώρα, μέχρι να υπάρξει το συναίσθημα της ασφάλειας για να προχωρήσεις στην κατάποση. Ώσπου τελικά, σταματά εντελώς η λήψη τροφής.
Ένα άτομο που πάσχει από φαγοφοβία, κυριεύεται από σκέψεις του τύπου «αν φάω και συμβεί κάτι κακό κι είμαι μόνος στο σπίτι, θα πεθάνω χωρίς να έχω βοήθεια». Οι προσωπικοί δαίμονες, ανθρώπων με τη συγκεκριμένη αυτή διαταραχή, παίρνουν σάρκα κι οστά κάθε φορά που λέει κάποιος «φάε κάτι, έχεις χάσει κιλά». Κι όμως, μόνο στην ιδέα του να καταπιούν έστω και μια μικρή μπουκιά φαγητού, τους παγώνει το αίμα. «Αν προσπαθήσω να μασήσω λίγο, νιώθω να πνίγομαι. Μουδιάζουν τα πόδια μου, έχω ταχυκαρδία, σφίγγομαι για να καταπιώ», περιγράφει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Παναγιώτου στο city.sigmalive.com, ένας άνθρωπος που έζησε τη φαγοφοβία. Κι ενώ υπάρχει το άγχος της κατάποσης, προστίθεται κι η ανησυχία για το αν θα ζουν μια ζωή μ’ αυτό, ή αν είναι κάτι που το ξεπερνάς. Πολλοί δεν είχαν ποτέ ακουστά τη συγκεκριμένη διαταραχή μέχρι να το ψάξουν οι ίδιοι, διαβάζοντας για περιπτώσεις άλλων παθόντων και συσχετίζοντας τα συμπτώματα. Άλλοι πάλι, όταν εν τέλει επισκέφτηκαν έναν ψυχολόγο και τους μίλησε γι’ αυτήν.
Δεν υπάρχει περιγραφή για το πώς είναι να αναγκάζεσαι να αντικαθιστάς φαγητά με άλλα πιο «ασφαλή», αλλά και να κατηγοριοποιείς τις τροφές σε χαμηλού κι υψηλού κινδύνου. Όσοι το έχουμε ζήσει, έχουμε μπει στη διαδικασία μέχρι και να σκεφτούμε πως ο οργανισμός μας θέλει να μας δείξει πόσο θέλει μια αλλαγή στον τρόπο που τρώμε, στις κακές συνήθειες που έχουμε. Κι ίσως επειδή δεν τον ακούμε, αποφασίζει ο ίδιος ν’ αναλάβει δράση, να «εκπέμψει SOS» μήπως και καταφέρουμε να τον ακούσουμε.
Το φαγητό, είναι ένα αγαθό που μας κρατάει στη ζωή. Πολλοί το λατρεύουν και δε φαντάζονται τη ζωή τους χωρίς αυτό. Για κάποιους, όμως, υπήρξε ο μεγαλύτερός τους εφιάλτης. Κάθε πρωί που ξημέρωνε, ζούσαν το ίδιο βασανιστήριο, ξανά και ξανά αφού μέσα στη μέρα έπρεπε κάτι να φάνε, ώστε να επιβιώσουν θεωρώντας πως αυτό ακριβώς είναι κι ο λόγος που δε θα επιβιώσουν. Η φαγοφοβία, είναι κάτι που ίσως κρατήσει λίγο, ίσως και πολύ. Ξεπερνιέται όμως, είτε με ψυχολογική υποστήριξη, με διάφορες ασκήσεις – τύπου να τρως αργά και με επίγνωση της κάθε μπουκιάς– είτε ακόμα και με προσωπική υποστήριξη, αφού κάποιοι άνθρωποι βρίσκουν τη δύναμη και το ξεπερνούν μόνοι τους! Κάτι που χρειάζεται φυσικά μεγάλα ψυχικά αποθέματα, αφού παλεύεις με τον ίδιο σου τον εαυτό και το μυαλό σου, καθώς αυτό είναι υπεύθυνο για όλα. Εν τέλει όμως, είναι μια κατάσταση η οποία μπορεί να ξεπεραστεί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου