Ναρκισσισμός· μια διαδεδομένη διαταραχή, με πολύ ενδιαφέρουσες προεκτάσεις. Στο σύνολό τους, πρόκειται για προσωπικότητες που θίγονται με το παραμικρό, τους αρέσει να ζουν πέρα από τους κανόνες –γιατί οι κανόνες φτιάχνονται για τους άλλους-, που θέλουν να είναι στο κέντρο της προσοχής κάθε στιγμή της μέρας. Άνθρωποι βαθιά ανασφαλείς, που έμαθαν να οδηγούνται από το προσωπικό τους συμφέρον και χρησιμοποιούν θεμιτά κι αθέμιτα -πολλές φορές- μέσα για να φτάσουν στον στόχο τους. Δε σκέφτονται ποτέ τις συνέπειες των πράξεών τους και δε σταματούν μέχρι να πάρουν αυτό που θέλουν και μετά, ίσως γυρίσουν για να μαζέψουν τα κομμάτια που άφησαν πίσω τους. Ίσως κι όχι. Έχουν την τάση να βαριούνται πολύ και γρήγορα κι αυτό τους καθιστά επικίνδυνους, αφού γι’ αυτούς η βαρεμάρα είναι μια κατάσταση αφόρητη και πρέπει να βρουν με κάτι να παίξουν, για να περάσει.
Αν λοιπόν καταλάβουν πως δεν είναι το επίκεντρο πια ή πως δεν έχουν γύρω τους το φαν κλαμπ τους για να χτυπάνε παλαμάκια κι εκείνο να χορεύει στον ρυθμό τους, ανά πάσα ώρα και στιγμή, τείνουν να προκαλούν drama, να παθαίνουν μανίες καταδίωξης, να στοχοποιούν χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο, να ενοχλούν και να απαιτούν προσοχή χρησιμοποιώντας τη δύναμή τους. Η συμπεριφορά αυτή, κίνησε το ενδιαφέρον του Albert Ksinan και των συναδέλφων του, από το Πανεπιστήμιο του Κεντάκι, ώστε να μελετήσουν και να συσχετίσουν τη ναρκισσιστική βαρεμάρα με την καταναγκαστική χρήση των smartphones. Τελικά και σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, φαίνεται πως οι ναρκισσιστές χρησιμοποιούν περισσότερο τα κινητά τους όταν βαριούνται, ώστε να έχουν πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου εκεί μπορούν ελεύθερα να φτιάξουν τον δικό τους ψεύτικο κόσμο, να δημιουργήσουν από το μηδέν, ξανά, τη δική τους επιθυμητή εικόνα κι έτσι να μπορούν εκ νέου κι από την ασφάλειά τους να γίνουν ξανά το επίκεντρο της σημασίας.
Ένας νάρκισσος που βαριέται, δε θα σεβαστεί ούτε τον χρόνο σου, ούτε τα όριά σου, αφού είναι στην ιδιοσυγκρασία του να νιώθει πως έχει πάντα δίκιο και επιβάλλει το να του δίνεις την προσοχή σου. Θα σου μιλήσει άσχημα, θα είναι ειρωνικός, θα προσπαθήσει να σου ασκήσει ψυχολογική βία, θα επιμείνει μέχρι να μην μπορείς να πεις όχι. Κι όταν δε θα έχει κάτι άλλο να πάρει από σένα, δε θα διστάσει να σε εγκαταλείψει- μάλιστα θα το κάνει με ιδιαίτερη ευκολία!
Σκεφτείτε πόσο πιο επικίνδυνος μπορεί να γίνει, αν κι αυτός ο «κρυστάλλινος» κόσμος που αποτελεί το αποκούμπι του, σπάσει. Αφού έχει μάθει να μετράει τους ανθρώπους από τα likes, τις καρδούλες και τα comments, ακόμα κι αν είσαι φίλος του κινδυνεύεις, αφού δε θα διστάσει να σου κάνει μέχρι και σκηνή, για εκείνο το like που δεν έκανες, για εκείνη την απάντηση που δεν έδωσες κι ας έστειλε τρεις το χάραμα, για την τέλεια κουβέντα που δεν έδωσες ως απάντηση σε μια ατάκα που είπε πρόπερσι. Ο νάρκισσος που βαριέται, θα μάθει να ζει πάνω από μια οθόνη, περιμένοντας για πράσινες ειδοποιήσεις, ή έχοντας συναναστροφές με μοναδικό σκοπό την κολακεία του, ξεχνώντας πώς είναι να ζεις στον πραγματικό κόσμο, να έχεις επαφές με πραγματικούς ανθρώπους και να ζεις μια αληθινή ζωή.
Επίσης, ακόμα και στην περίπτωση που καταφέρει να βρει ουσία κάπου, η βαρεμάρα του δεν του επιτρέψει να κρατήσει μια σχέση για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να προκαλέσει εντάσεις. Είναι από εκείνους που θα φέρουν πρώτοι στο τραπέζι τον καβγά, διψώντας και κάτι καινούργιο, διαφορετικό, εστιασμένο πάνω τους -πάντα- που θα απαιτεί από τους ίδιους την ελάχιστη δυνατή εμπλοκή, ενώ θα τους συναντήσεις σε διαφορετικές παρέες, να έρχονται κοντά με διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά όχι τόσο ώστε να ανοίγονται και να δεσμεύονται συναισθηματικά.
Φαντάζομαι όλοι μπορούμε να σκεφτούμε έστω κι ένα άτομο, αν όχι περισσότερα, που πέρασε από τη ζωή μας έχοντας ναρκισσιστικές τάσεις. Το σημαντικότερο, είναι να καταλάβουμε πως δεν ευθυνόμαστε εμείς για τη συμπεριφορά τους, ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να τους κάνουμε να μη βαριούνται. Αν οι ίδιοι αναγνωρίζουν στον εαυτό τους κάποια απωθημένα, είναι επειδή δε ζουν τη ζωή που οι ίδιοι θα ήθελαν, προσπαθώντας να την επιβάλλουν μέσα από τακτικές και στρατηγικές, που μόνο σκοπό έχουν να τους κρατούν έστω και λίγο απασχολημένους. Τόσο επικίνδυνοι μπορούν να γίνουν! Κι αν δεν υπήρξαν ακόμη, είναι γιατί δε βαρέθηκαν ακόμη αρκετά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου