Έχω καιρό να σου μιλήσω. Ν’ ακούσω τη φωνή σου, να σε δω να γελάς, να γελάσω κι εγώ μαζί σου και να νιώσω γεμάτη. Γιατί όσο λάθος κι αν πήγαν τα πράγματα, κάποτε είχες αυτή τη δύναμη. Να με γεμίζεις και να με φωτίζεις. Μια δύναμη που τόσο εύκολα πήρες πίσω, και μ’ άφησες κάπως αχνή, λίγο θυμωμένη, και με λίγο γaμώτo γι’ απόθεμα.

Και δεν ξέρω αν αξίζει πια ν’ αναρωτιέμαι, αν κερδίζω κάτι με σκέψεις λίγο σκονισμένες πια, αφού δεν έκανες και τίποτα για να ξανά κερδίσεις. Όσο μετέωρη με άφησες, μάλλον άλλο τόσο μετέωρος είσαι κι εσύ μέσα σου. Όσα έδωσα, άλλα τόσα δεν πήρα, και μαζί σου άλλα τόσα θα έδινα ξανά. Αλλά όλα αυτά, θα ήθελα να τα διαβάζεις και να έχεις απάντηση. Ορθή, καθαρή, χωρίς αμήχανα hλίθιa βλέμματα.

Τι θα κέρδιζα αλήθεια αν έστελνα εκείνο το ρημάδι το κατεβατό, να ρωτήσω, να ξαναρωτήσω, να πω τουλάχιστον ένα «σκaτά τα ‘κανες» και να μην ξαναψάξω το εικονίδιό σου. Να μπορέσω επιτέλους ν’ αποδεχτώ και να χαμογελάσω με το λάθος που μου στοίχισε τόσο πολύ. Να ζητήσω απάντηση από τον άνθρωπο που κάποτε έμοιαζε με κάτι παραπάνω από αναντικατάστατος και σήμερα έφτασε να είναι άλλη μία κουκκίδα στη λίστα ενημερώσεων, που κρύβει πίσω της ανάμνηση βαριά και δύσκολη. Κι ίσως να ήμουν πια ευχαριστημένη, να κοιμόμουν χωρίς τη σκέψη σου, που πίστεψέ με, κατάλαβα πως είναι άσκοπη.

 

 

Το δίλημμα παίζει στο κεφάλι μου κάθε φορά που ακούω τ’ όνομά σου, κάθε φορά που με ρωτάνε τι κάνεις κι αν έχω νέα σου. Τι νέα σου; Τι να μάθω; Αν είσαι καλά; Να σου μιλήσω μια τελευταία φορά; Άλλωστε πάντα εγώ έκανα το βήμα μαζί σου, τι θα άλλαζε για μια ακόμη φορά; Μπορεί ο φόβος της απάντησης που θα πάρω, η άρνηση για ένα ακόμα σφίξιμο στο στομάχι, που δε μου αξίζει. Γιατί ξέρεις, όταν αφήνεις την αυτοκυριαρχία σου σε χέρια ξένα, κάνει πολύ καιρό να συνέλθει από τα τραύματα. Κι εγώ αυτό έγινα στο δικό μας το μαζί. Ανάθεμα κι αν ήταν.

Έμαθα πως στα λόγια μπορώ κι εγώ, μπορείς κι εσύ, μπορούμε όλοι. Κι έμαθα πως δεν κερδίζεις έτσι, στήνοντας ωραία σκηνικά γκρεμίζοντάς τα στο πρώτο κακό σενάριο. Μου έμαθες να γυρνάω από την άλλη όταν θέλω να κλάψω με φωνή, να σε αποκαλώ κακιά αδυναμία και να σε πολεμάω όταν έρχεται η μορφή σου στο μυαλό μου, να σε αντικαθιστώ με άλλη σκέψη, πιο ανώδυνη για να την κουβαλώ. Κι άρχισα πια μόνη μου να καταλαβαίνω πως δε φταίω μόνο εγώ για όσα νιώθω, πως μερίδιο ανήκει και σ’ άλλη μεριά, που δεν είναι πια απέναντί μου να μοιραστώ το φορτίο, να πω «κάναμε μαλaκία» και να την πάρω τη ρημάδα την απάντηση.

Κι όχι μάτια μου, απόψε κανένα μήνυμα δε θα φύγει στα εισερχόμενά σου, καμιά προσπάθεια δε θ’ αρχίσω πια για να τη λήξεις, ακόμα πιο πανηγυρικά. Σήμερα θα διαλέξω να σε θυμηθώ όπως θέλω εγώ πια, κι όχι όπως μου έμαθαν τα συναισθήματά μου για σένα. Σήμερα για μένα είσαι αυτός που άφησα πίσω με τον εύκολο ή τον δύσκολο τρόπο- δεν έχει πια σημασία. Σήμερα για μένα είσαι το κεφάλαιο που θα κλείσω, κι όχι η πόρτα που θ’ ανοίξω ξανά.

Κι αν πια μπορώ να εύχομαι κάτι, αυτό δεν είναι η επιστροφή σου, ούτε η ανταπόδοσή μου στις βόλτες σου. Σήμερα θα εύχομαι και θα ελπίζω να αγαπηθώ όπως περίμενα να το κάνεις εσύ, θα ελπίζω το μαζί αυτή τη φορά να μην είναι ψέμα με μένα μέσα. Σήμερα το δίλημμα έγινε επιλογή, χωρίς να είσαι μέρος της. Κι επιτέλους ανασαίνω, χωρίς εσένα.

 

Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου