Είναι γνωστό πως τα κύματα που περνάμε μέσα μας, για χίλιους δυο λόγους, δύσκολα θα κρυφτούν ή θα καλυφθούν σε εξωτερικό επίπεδο. Η ψυχολογία μας έχει την τάση ν’ αλλάζει ισορροπίες και μαζί με αυτή κι η συμπεριφορά μας προς εμάς τους ίδιους. Η φροντίδα που παρέχει κανείς στον εαυτό του σε μέρες που δε χαρακτηρίζονται καλές ή εύκολες, ας πούμε πως παρομοιάζεται με χάδι στο πρόσωπο, με εκείνο το “ηρέμησε”, που αν δε σε καλύπτει να το ακούσεις από κάποιον τρίτο, επιστρατεύεις όλα σου τα μέσα για να το εμπεδώσεις μόνος σου.
Αυτή η εβδομάδα σε βρίσκει με χιλιάδες υποχρεώσεις στην πλάτη, αλλά δεν μπορείς να συμφιλιωθείς με την εικόνα σου, με τα μαλλιά αχτένιστα, μαύρους κύκλους ως ξεχωριστές προσωπικότητες από σένα και την όψη σου χλωμή κι άχαρη, πάνω-κάτω όπως και τα συναισθήματά σου. Δεν έχει να κάνει πάντα με την έννοια του καλλωπισμού όπως την έχουμε συνηθίσει, σκεπτόμενοι χαλαρούς ανθρώπους μπροστά στον καθρέφτη να παρέχουν στο σώμα τους το τυπικό κι αναμενόμενο είδος self-love που λέγεται περιποίηση. Μιλάμε για δύσκολες στιγμές που ακόμα κι αν ψυχικά είσαι εντελώς παραδομένος στα μικρά ή μεγάλα σου χάλια, δεν ανέχεσαι αυτό να φανεί προς τα έξω. Η εικόνα σου από εκεί που μπορεί να φανερώσει τι συμβαίνει μέσα σου, με αυτόν τον τρόπο ίσως γίνεται η ασπίδα για να καλύψεις αυτά που θες να κρατήσεις μονάχα για σένα.
Δεν είναι τυχαίο που βλέπουμε πολλούς ανθρώπους γύρω μας, ακόμα κι αν αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα στην άλλοτε ήρεμη ρουτίνα τους, να κάνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε να ξεκλέψουν λίγο χρόνο για να φροντίσουν τον εαυτό τους. Είτε αυτό έχει να κάνει με μακιγιάζ, πιο όμορφα ρούχα, δυο τρεις προπονήσεις πιο εντατικές μέσα στη βδομάδα για να νιώσεις όσο καλύτερα μπορείς, όσο σου επιτρέπουν οι συνθήκες. Για πολλούς εκλαμβάνεται ως αναισθησία, αυτό το γνωστό “ο κόσμος καίγεται” κι εσύ χτενίζεσαι. Σύμφωνα με έρευνες, ένα τέταρτο επιπλέον αφιερωμένο στην περιποίηση του προσώπου μπορεί να μετριάσει το άγχος, ή την αίσθηση δυσφορίας που μας βαραίνει κυρίως στο ξεκίνημα της ημέρας μας. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε πως τις στιγμές εκείνες που δεν ξέρεις για ποιον λόγο απλώνεις ενυδατική ενώ κανονικά θα πατούσες τα κλάματα, ενεργείς σοφά κι ας μην το συνειδητοποιείς.
Αν εστιάσουμε στη δύναμη και την ισχύ που έχει μια τέτοια ρουτίνα στην αίσθηση αυτοεκτίμησης που δημιουργείται με μια εικόνα πιο ευχάριστη μπροστά στον καθρέφτη, ίσως να εντυπωσιαστούμε. Αν με ρωτάς, δε μου φαίνεται καθόλου παράλογο, κάθε άλλο. Σε μέρες που παλεύεις με κάθε λογής πρόβλημα μέσα στο κεφάλι σου, ή ακόμα χειρότερα νιώθεις πως αυτό σε λυγίζει, είναι αναμενόμενο να βάλεις μπροστά όσους μηχανισμούς άμυνας γνωρίζεις, προκειμένου να βγεις αλώβητος ψυχολογικά. Δεν ξέρω γιατί, μα είναι σημαντικό να φαίνεσαι καλά κι ας μην είσαι. Θεωρείται κι αυτό μια αρχή, το πρώτο βήμα για να σου γίνει πιο ανώδυνο αυτό το “θα την παλέψω και σήμερα”. Όλες εκείνες οι ανάσες μπροστά στον καθρέφτη, είναι σαν μια άτυπη κουβεντούλα με τον εαυτό μας, που του βάζουμε τις φωνές απαιτώντας να συνέλθει.
Με μια ματιά πιο γενική, πράγματα που κάνουμε καθημερινά σίγουρα είθισται να τα περνάμε στο ψιλό, να τα θεωρούμε ασήμαντα. Δεν είναι όμως, καθώς είναι αυτά που σκαλί-σκαλί θα διαμορφώσουν την ψυχολογία μας, αυτά που στο τέλος της ημέρας θα μας αφήσουν χειρότερα ή καλύτερα. Στο κομμάτι της εξωτερικής μας εμφάνισης που είναι το πιο επιφανειακό από όλα, θα έλεγα πως επενδύουμε τον ελάχιστο δυνατό χρόνο για να περπατάμε στον δρόμο και να νιώθουμε λίγο πιο σίγουροι, λίγο πιο λαμπεροί, νικώντας τη μαυρίλα της σκέψης μας. Δεν είναι λίγο και δεν είναι ασήμαντο.
Να θυμάσαι όμως, πως και τις μέρες που δεν αντέχεις χωρίς να σε φροντίσεις, ή το χρειάζεσαι ακόμα περισσότερο, δεν είσαι επιφανειακός, ούτε αναίσθητος. Ξεκινάς βήμα-βήμα να προετοιμάζεις τον εαυτό σου, για να φτάσεις από το “φαίνεσαι καλά” στο να είσαι πράγματι, μέσα-έξω. Και πιο πετυχημένη φροντίδα από τη συγκεκριμένη, δεν καταφέρνω να σκεφτώ. Η Lalah Delia (συγγραφέας και ενεργειακή θεραπεύτρια) κάποτε είπε πως “η αυτο-φροντίδα είναι το πώς παίρνεις πίσω τη δύναμή σου”. Κι απ’ ότι φαίνεται, καθόλου άδικα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου