Όλες οι σχέσεις, ανεξαρτήτου φύσεως, έχουν έναν κοινό παρανομαστή, που δεν είναι άλλος από το δίπολο δράση-αντίδραση. Η συμπεριφορά του ενός φέρνει ως αντίκρυσμα τη συμπεριφορά του άλλου, κι έτσι προκύπτει μια ροή, που θα χαρακτηρίσει τη σχέση ως κατάλληλη ή όχι. Στην περίπτωση που η ροή αυτή είναι υγιής, ενδεχομένως η ανάλυση της σχέσης, να μην μπορεί να δείξει κάτι καινούργιο. Αυτό που αξίζει όμως, να συζητηθεί λίγο βαθύτερα, είναι το κεφάλαιο της κακοποίησης στη σχέση. Οι ερωτικές σχέσεις, οι οικογενειακές, αυτές μεταξύ φίλων ή εργαζομένων, καθημερινά φανερώνουν παραδείγματα με τον έναν στη θέση του θύματος, και τον άλλον σ’ αυτή του θύτη. Κι ίσως αυτές οι ταμπέλες, να κρέμονται σε περισσότερα χέρια απ’ όσα θα πίστευε κανείς. Ίσως να φανερώνουν περισσότερα απ’ όσα θα πίστευε.

Αρχικά πρέπει να αποσαφηνιστεί, πως ο ρόλος που θα υιοθετήσει ο καθένας μες σ’ αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυχαίος, αφού σχετίζεται με την προϊστορία που κουβαλά μαζί του. Κανένας δεν επέλεξε να μετατραπεί σε κακοποιητή κάποιου άλλου, και για να είμαστε ακριβείς, μάλλον ούτε το επέλεξε, ούτε και το συνειδητοποίησε. Και αντίστοιχα κανένας δεν μπήκε οικειοθελώς στην επώδυνη θέση του θύματος. Αυτό που συμβαίνει και θα λέγαμε πως καθορίζει τη μία ή την άλλη πτυχή, είναι ότι οι άνθρωποι άθελά μας, αναπαράγουμε βιώματα πολλές φορές, που υπό διαφορετικές συνθήκες θα είχαμε απορρίψει μονομιάς. Απωθημένα θα τα έλεγαν πολλοί, πληγές θα τα πω εγώ. Με το να επαναλάβεις το χαστούκι που είδες να ρίχνει ο ένας γονιός σου στον άλλον, πάνω στον σύντροφό σου, δε θα πνίξεις το τραύμα που έζησες κάποτε στο σπίτι σου, απλά θα γεννήσεις ένα νέο . Επίσης με τη νευρικότητα που θα ξεσπάσεις πάνω σε δικά σου άτομα, δε θα αποβάλλεις ποτέ τη σαπίλα που δέχτηκες -χωρίς να την αξίζεις. Και φυσικά, με το να κάνεις δύσκολη τη ζωή των ανθρώπων που δουλεύουν με σένα ή για σένα, δεν πρόκειται να κερδίσεις περισσότερα -μάλλον λιγότερα θα είναι. Και μιλάμε για τα πιο επιφανειακά παραδείγματα συγκριτικά μ’ αυτά που βλέπουμε καθημερινά.

Μες στην κάθε σχέση υπάρχει το δούναι και λαβείν, που θα αποτελέσει και την τελική ζαριά για την εξουσία. Από τη μεριά του θύτη, υπάρχει έλλειψη αυτογνωσίας, ή και συναίσθησης για το τι ακριβώς προκαλεί. Και γιατί αυτό; Γιατί οσες φορές θα χρειαστεί να δώσει λόγο για τις πράξεις του, μία από τις πιο κοινές εύκολες απαντήσεις είναι πως η συμπεριφορά του προκαλείται από τον απέναντι. Αυτοπροσδιορίζεται ως θύμα, που δε φταίει, αφού ό,τι κάνει οφείλεται στα λάθη του άλλου. Και μια τέτοια τακτική συνήθως είναι ευνοϊκή προς αυτόν, τουλάχιστον στην αρχή. Με το να πείσεις κάποιον ότι για τη βία που του ασκείς, ευθύνεται αυτός, έχεις πετύχει το μέγιστο level χειριστικότητας.

Από την άλλη μεριά, το εκάστοτε θύμα, αισθάνεται πολλές φορές πως φταίει για ό,τι τραβάει, και ίσως να είναι ένα είδος αυτοτιμωρίας η παραμονή του μες στην οποιαδήποτε σχέση. Βέβαια εκεί που είναι εμφανέστερο, είναι στις συντροφικές σχέσεις, όπου η οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης καλύπτεται με το πέπλο της αγάπης. Μαζί μ’ ένα «εγώ σ’αγαπάω» σέρνονται από πίσω μελανιές που δυστυχώς δεν είναι μόνο επιδερμικές. Το θύμα βιώνει κάθε λογής κακοποίηση, που με τον καιρό θεωρεί πως είναι φυσιολογική, ενώ το καταβάλλουν αισθήματα άγχους κι ανασφάλειας, γιατί αν χάσει αυτή την κατάσταση, μετά τι; Μήπως επιβεβαιωθεί ο φόβος ότι αξίζει τη μοναξιά και τίποτα άλλο; Και μένει τελικά, και του ανοίγουν μεγαλύτερες πληγές, γιατί στέκεται δίπλα σ’ ένα λάθος άτομο, από φόβο μην πέσει σε χειρότερο.

Μέσα από δύο τέτοιες πλευρές, αυτό που φαίνεται είναι πως το θύμα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον θύτη, αλλά και το αντίστροφο. Ο ένας ζει για να προκαλεί πόνο, και άλλος ζει για να τον υπομένει. Και εδώ ο κόσμος κολλάει πάντα το γνωστό, «μα γιατί δε φεύγει;» Να φύγει από που; Από τη σχέση που του δημιούργησε την αίσθηση πως πουθενά αλλού δε θα νιώσει τέτοια αγάπη; Από τη δουλειά που όμοιά της δε θα βρεθεί; Ή από μια φιλία που δίνει τη ζεστασιά της αποδοχής, έστω και σαν προσδοκία; Όλα αυτά είναι καταστάσεις που δεν είναι καθόλου άγνωστες, καθόλου ξένες, καταστάσεις που παύουν να υφίστανται μόνο μέσα από το σοκ που επιφέρει η συνειδητοποίηση των ρόλων που διαδραματίζει ο καθένας. Και συνήθως αυτό το σοκ ανήκει στο θύμα. Κι αυτό γιατί έχει περάσει η περίοδος που δέχεται αγόγγυστα όλες τις συμπεριφορές του δυνάστη του, μόνο και μόνο για να μη χαθεί από τη ζωή του. Γιατί αφού αυτό το στάδιο φτάσει στην ολοκλήρωσή του, τότε ξεκινά να χτυπά το καμπανάκι πως δεν πρέπει να αλλάξει μια συμπεριφορά μες στη σχέση, αλλά ο άνθρωπος που την απαρτίζει.

Η δυστυχία λαμβάνει τέλος μόνο μέσα από την αυτογνωσία, η οποία για κάποιους ανθρώπους δεν έρχεται ποτέ, καθώς θεωρούν πως αυτή η τύχη τους, είναι η πορεία που ήταν γραφτό να ακολουθήσουν. Πιστεύουν στον κακοποιητή τους, ελπίζουν ότι θα αλλάξει, περιμένουν καρτερικά τη διαφορά. Και ανάθεμα, αν υπήρξε ποτέ πιο άδικη συμπεριφορά κάποιου προς τον εαυτό του. Κι αυτό που πρέπει πια να θέσουμε ως βάση, είναι πως καμία απολύτως συμπεριφορά δεν είναι αδικαιολόγητη. Ακόμη κι ο ίδιος ο θύτης, αυτός που θα σηκώσει το χέρι του, αυτός που θα ανοίξει το στόμα του και θα τσακίσει ψυχές, δεν είναι ευτυχής με τη θέση του, γνωρίζει την αθλιότητα όσων διαπράττει. Το θύμα πολλές φορές δε γνωρίζει πως είναι θύμα, δε γνωρίζει πως για αυτό που προκαλείται στο μέσα του, την αρχή την έκανε κάποιος άλλος, ένας νάρκισσος γονέας, ένας χειριστικός φίλος. Πάντως για κάθε μια από τις δύο πλευρές, μπορούμε να πούμε πως τα πράγματα αλλάζουν, αν υπάρχει θέληση να ανοίξουν μάτια και να αντικρίσουν το πρόβλημα. Κάποτε η Erica Jong, είπε ότι παίρνεις τη ζωή σου στα χέρια σου και συμβαίνει ένα πράγμα φοβερό: κανείς άλλος πια δε φταίει. Και ας είναι αυτό η αρχή για την απελευθέρωση και των δύο, σε μια τέτοια ζόρικη σκηνή.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου