Αναλύοντας στο πέρασμα των χρόνων τις βάσεις της οικογενειακής ζωής, είδαμε πως υπάρχουν πράγματα που συνδέουν γονιούς και παιδιά, με τρόπο πραγματικά ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου. Στον αντίποδα της απεριόριστης αγάπης και φροντίδας γονιού προς παιδί, θα βρεθούν καταστάσεις περίπλοκες, που δε θα είναι ποτέ εύκολες ως προς την πλήρη αποδοχή τους, αλλά τουλάχιστον όταν επιτυγχάνουμε την αναγνώριση ενός προβλήματος, λέμε πως κάναμε ένα βήμα. Μια ιδιαίτερη μορφή συμπεριφοράς, που από πολλούς χαρακτηρίζεται ως κακοποίηση προς το παιδί, είναι η αποκαλούμενη συναισθηματική αιμομιξία. Κι όσο κι αν προκαλεί κάποιον εντυπωσιασμό ο εν λόγω όρος, πρόκειται για μια διόλου ασυνήθιστη κακοποιητική συμπεριφορά.
Αρχικά, αυτή η στάση του γονιού εμφανίζεται σε περιπτώσεις ανεπαρκούς συναισθηματικής κάλυψης εντός της σχέσης μεταξύ των δύο συντρόφων. Κι αυτό γιατί, είτε ο σύντροφος δεν υπάρχει, άρα μιλάμε για μονογονεϊκή οικογένεια, είτε υπάρχει και δεν είναι ουσιαστικά παρών. Το λογικό επόμενο μέσα σε μια τέτοια σχέση, που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε κενή συναισθηματικά, είναι ο γονιός, νιώθοντας μοναξιά κι απόρριψη, να εναποθέσει όλες του τις ελπίδες στο παιδί του. Μια τακτική καθόλου παράλογη στο αρχικό της στάδιο, καθώς τα παιδιά είναι η μεγαλύτερη πηγή ευτυχίας για τους γονείς τους. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, τ’ αντιμετωπίζουν ως το μοναδικό φωτεινό φάρο σε μια πραγματικότητα που φαντάζει θλιβερή.
Το αποτέλεσμα είναι το παιδί ν’ αναλάβει χωρίς να το αντιληφθεί, τη θέση του έμπιστου συντρόφου. Δηλαδή, σε περίπτωση που το παιδί ζει μόνο με τη μητέρα του, αυτή του ανοίγεται για τα συναισθηματικά της προβλήματα, τη μοναξιά που μπορεί να νιώθει και δεν αποκλείεται να ανοιχτεί και για το κενό που της δημιουργεί η απουσία ερωτικής ικανοποίησης στη ζωή της. Αντίστροφα, ένας πατέρας με την κόρη του, λειτουργεί σαν να έχει μπροστά του μια μικρή πριγκίπισσα. Αυτό πρακτικά, στη ζωή της κόρης του, μεταφράζεται με μια πολύ έντονη σύνδεση με τον μπαμπά της, που δεν της δίνει χώρο για προσωπικές ελευθερίες, φυσικά με το πρόσχημα της απαραίτητης προστασίας.
Το κοινό μεταξύ των δύο εκδοχών της συναισθηματικής αιμομιξίας, είναι πως όταν παρουσιαστεί ο ερωτικός σύντροφος, στη ζωή του γιου ή της κόρης, τότε οι γονείς αισθάνονται πως βιώνουν την ύψιστη απειλή. Κι είναι αυτό το όχι και τόσο ασυνήθιστο στ’ αυτιά μας «χάνω το παιδί μου», που προμηνύει όχι μόνο τη γονική αγάπη, αλλά και μια ενδόμυχη ζήλια από την πλευρά του γονιού για τη θέση που πρόκειται να καταλάβει ένα νέο άτομο στην καρδιά του παιδιού του.
Κι όπως είναι λογικό, καμία από τις παραπάνω συμπεριφορές δε θα μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστο τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο ενός νεαρού ατόμου που αναπτύσσεται σ’ ένα φορτισμένο περιβάλλον. Από την πλευρά του, ο έφηβος, όταν θα προσπαθήσει να απεγκλωβιστεί από όλο αυτό, θα χαρακτηριστεί αχάριστος. Μεγαλώνοντας, το αντίκτυπο αυτής της υπερβολικής αγάπης, θα φανεί όταν το παιδί αυτό θα χρειαστεί να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις. Αυτές οι σχέσεις όμως, θα βασίζονται σ’ ένα ενισχυμένο εγώ που φυσικά έχει ενισχυθεί για τους πλέον λάθος λόγους. Το παιδί πιθανότατα δεν έμαθε ποτέ να καλύπτει τις δικές του πραγματικές του ανάγκες, εφόσον την αρμοδιότητα αυτή αναλάμβανε με πλήρη ευχαρίστηση ένας από τους δύο γονιούς. Ο συνδυασμός αυτός, γεννά έναν χαρακτήρα που ενώ φέρει το περίβλημα της παντοδυναμίας, λόγω του αυξημένου εγωισμού του, στην πραγματικότητα άγεται και φέρεται λόγω της ευαλωτότητας του σε στιγμές αδυναμίας.
Η δέσμευση είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο, αλλά και πολύ καλό παράδειγμα για την ανάλυση αυτού του είδους της αιμομιξίας, αφού γίνεται πια ξεκάθαρο το αίσθημα της εγκατάλειψης που βιώνει ο γονιός, αφενός, και της ενοχής αφετέρου του ίδιου του παιδιού. Παρ’ όλο που πολλοί δεν το καταλαβαίνουν, ή δεν το υπολογίζουν ως κάτι τόσο σοβαρό, μιλάμε για μια κατάσταση που κατατάσσεται στη σεξουαλική κακοποίηση. Ο λόγος που μέχρι σήμερα θα λέγαμε πως τέτοιες καταστάσεις είναι αχνές για την αντιμετώπισή τους, είναι το γεγονός πως δύσκολα θα γίνουν αντιληπτές, είτε από τη μεριά του δράστη, δηλαδή του γονιού, είτε από τη μεριά του παιδιού. Για τη μειοψηφία, η παρατήρηση ενός υπερπροστατευτικού γονιού, θα παραμείνει απλώς στην κριτική της άκρατης αγάπης, ακόμα κι αν από πίσω κρύβονται κινήσεις που πρόκειται να επηρεάσουν το παιδί, πολύ περισσότερο απ΄όσο θα πίστευε κανείς.
Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε, πάνω στο θέμα, είναι πως για να πούμε πως αγαπάμε το παιδί μας και να το εννοούμε πραγματικά, είναι αναγκαίο να του δώσουμε την ελευθερία που χρειάζεται για να ζήσει, όχι ως προέκταση του γονιού του, αλλά ως άνθρωπος που πράττει βάσει των δικών του επιλογών. Και μέσα από αυτό, ίσως να έρθει κι η απελευθέρωση των ίδιων των γονιών, που θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν- όχι μόνο ως γονείς, ως υπεύθυνοι για τα παιδιά τους, αλλά πρωτίστως ως άνθρωποι ελεύθεροι, ν’ ανακαλύψουν από την αρχή τη ζωή και τα ενδιαφέροντά τους.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου