Μέσα σε όλα τα κεφάλαια που θα βρεθούν μπροστά σου στη βόλτα που ονομάζουμε ζωή, αυτό της αγάπης θα χρειαστεί να το ξεψειρίσεις μια και δυο και εκατό φορές, γιατί στην τελική αυτό φαίνεται να μας απασχολεί περισσότερο στον απολογισμό μας. Μια οπτική όχι πρωτάκουστη, αλλά ούτε και συνηθισμένη, είναι αυτή που τη συνδέει με την έννοια της κτήσης και της συγκυρίας που οι άνθρωποι όταν πουν πως αγαπούν ανήκουν και ταυτόχρονα οι ίδιοι διεκδικούν με τρόπο κτητικό το ταίρι τους.
Δεν πρόκειται για ρομαντικό αφήγημα ή για αποφθέγματα των σκέψεων του λαού, μα για επιστημονική τοποθέτηση, που προσπάθησε να αιτιολογήσει γιατί στο κομμάτι της αγάπης και της έμπρακτης δήλωσής της, η κτητικότητα λαμβάνει την ιδιότητα του χαρακτητιστικού της αγέλης. Ενώ σε κάθε τι πάνω σε τούτο τον πλανήτη οι αντιδράσεις μας μπορούν να είναι τελείως διαφορετικές κι αποκλίνουσες μεταξύ τους, σε αυτό το θέμα θα λέγαμε πως συναντιόμαστε σε πορεία κοινή.
Καταρχήν, η κτήση συνεπάγεται με αμοιβαίο δέσιμο μεταξύ των ανθρώπων, καθώς οποιαδήποτε απόφαση κίνηση κι ενέργειά σου, συνυπολογίζει και το ταίρι σου. Πρόκειται για ένστικτο που ακόμα κι αν δεν προϋπήρχε τόσο έντονα μέσα μας, η κοινωνία φροντίζει να το καλλιεργήσει και να το ενισχύσει με τρόπο διόλου ευκαταφρόνητο. Η γυναίκα σου, ο άντρας σου, ο άνθρωπός σου, ταμπέλες πολύ απλές στο άκουσμά τους, πολύ πιο σύνθετες στην αποτύπωση που μπορεί να έχουν στο μυαλό μας.
Νιώθοντας ερωτευμένοι, μας κατακλύζει το συναίσθημα της ευθύνης απέναντι στον άνθρωπο που γίνεται αποδέκτης της αγάπης μας. Κάθε πιθανό λάθος και σφάλμα, βαραίνει το έτερόν σου ήμισυ, με αποτέλεσμα να ταυτίζεται πολλές φορές με ένα απόκτημα ακριβό και πολύτιμο, που είναι στο χέρι μας να διατηρήσουμε στη δική μας αγκαλιά. Και για να μην παρεξηγηθούμε δε θα μιλήσουμε για τάσεις εγωιστικές μέσα στη σχέση, αλλά για την συνθήκη μέσα στην οποία λέμε πως εφόσον δύο άνρθωποι κατάφεραν κι έγιναν ένα, κάποιες λεπτές γραμμές ως προς την ελευθερία του ενός και του άλλου, ενδεχομένως να αλλάζουν ριζικά.
Αυτή την αλλαγή και τη συναισθηματική μετατόπιση που μας επιτρέπει να προσφωνούμε το ταίρι μας με επίθετα κτητικά, προσπάθησε να αποσαφνίσει ο Αϊνστάιν. Μιλώντας για την οικουμενική φύση της αγάπης, την ανήγαγε σε μια δύναμη συνώνυμη με τη θεική, που μπορεί να ξεπεράσει κάθε συναίσθημα, να λάβει ανώτερη θέση στις ενέργειες που κάθε άνθρωπος είναι ικανός να πραγματοποιήσει, προκειμένου να την την κατακτήσει. Συγκεκριμένα υποστήριξε πως πρόκεται για τη μοναδική δύναμη στην οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργήσει κατά βούληση. Με βάση την αρχή της διατήρησης της ύλης, όλοι οι ανθρωποι γινόμαστε μέρος μια θεικής ενέργειας, δίνοντας και παίρνοντας αγάπη, διαωνίζοντας κάτι το αόριστο ως προς τον επιστημονικό του ορισμό και πάσης φύσης ανώτερο για να καταπολεμηθεί από οτιδήποτε άλλο.
Εξήγησε δηλαδή, πως αφού οι άνθρωποι απέυχαν στη διαχείριση οποιασδήποτε άλλης μορφής ενέργειας, ήταν αναγκαίο να στραφούν στην ανώτερη όλων, με στόχο να δημιουργήσουν κάτι εξολοκλήρου όμορφο αυτή τη φορά. Με λίγα λόγια, ο επιστήμονας δικαιολόγησε μέσα από επιστολές του γιατί ζητούμε πάντα την αγάπη, λέγοντας πως είναι η πιο ισχυρή δύναμη που μπορεί να γεννηθεί μέσα μας. Θεωρούμε δικό μας κάποιον άνθρωπο, γιατί με αυτόν τον τρόπο ίσως καταφέρνουμε να δώσουμε ό,τι έχουμε μεγαλύτερο. Γινόμαστε κτήμα του άλλου μέσα στην απόλυτη ελευθερία να είμαστε ο εαυτός μας και δεν υπάρχει πιο συνειδητή κι αμοιβαία δέσμευση από αυτή.
Δεν ξέρω αν όλα αυτά επιβεβαιώνονται για τον καθένα μας ξεχωριστά, πάντως θα πω οτι αξίζει καμιά φορά να εξετάζουμε τέοια θέματα πέραν του συναισθηματικού πεδίου. Καταστάσεις που βιώνουμε καθημερινά στη ζωή μας τις αφήνουμε να περνάνε αποδίδοντάς τους ξερές ή σπασμωδικές αντιδράσεις, χωρίς να κοιτάξουμε λιγάκι πιο βαθιά μέσα τους. Ακόμη κι αν πρόκειται για ζητήματα αγάπης, κτήσης, αμοιβαιότητας ή οτιδήποτε άλλο συνιστά τη μεταβλητή της δικής μας ζωής, οι απαντήσεις που ψάχνουμε, βρίσκονται μακριά από επιφανειακές και τυπικές τοποθετήσεις.
Γράψε μας και τις δικές σου ατάκες και στείλ’ τις μας σε άρθρο ως 500 λέξεις, στο info@pillowfights.gr!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου