Ένα απ’ τα πιο γνωστά τσιτάτα της κοινωνίας που μάς αναθρέφει, είναι αυτό που σε καλεί ν’ αποκατασταθείς, «να στρώσεις τη ζωή σου» που λένε. Αν στραφούμε δε σε πιο κλειστά σύνολα, όπως αυτά της επαρχίας, η πεποίθηση αυτή ανέρχεται σε επιστήμη, με τους τυχερούς που θέλουν ν’ απέχουν απ’ την αλληλουχία γάμος, παιδιά και ζωή χαρισάμενη, να φαίνονται οι ψωριάρηδες του χωριού. Έχει και τη χάρη του βέβαια να φοβάσαι να πεις πως -ακόμη- είσαι ελεύθερος αν έχεις περάσει μια ηλικία, αλλά τι νόημα θα είχε η ζωή αν δεν παίρναμε τα ρίσκα μας ρε αδερφάκι μου;
Μεταξύ σοβαρού κι αστείου, αναλύοντας θέσφατα που οι περισσότερες οικογένειες έχουν υιοθετήσει, μιας κι οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας αποτελούν τη βασική μας κουλτούρα, βρίσκουμε τρομερές ομοιότητες στον τρόπο που οι μεγαλύτεροι αντιμετωπίζουν τους νεότερους. Αν για παράδειγμα στην ερώτηση των γονιών σου που τους καίει να κρατήσουν εγγονάκι στην αγκαλιά τους, εσύ απαντήσεις πως δε σε ψήνει πολύ η φάση του να γίνεις γονιός, θα μοιράσεις εγκεφαλικά. Και δικαιολογημένα. Η πεπατημένη που μάς δίδαξαν έχει πολύ στενά όρια και το γεγονός πως σαν ενήλικες έχουμε την επιλογή να χαράξουμε τη δική μας ζωή, αυτό δε σημαίνει πως η μανούλα σου δε θα παίξει τη ματ κίνηση «να πeθάνω να ησυχάσω». Γιατί αν ισχυριστείς πως η ατάκα αυτή δεν έχει σερβιριστεί ποτέ σε κουβέντα, είσαι μεγάλος ψεύτης.
Αν διευρύνουμε το πλαίσιο επιρροής μας, είσαι πιο εύκολα αποδεκτός αν διαπράξεις ένοπλη ληστεία, παρά αν απαρνηθείς γάμους και γεννητούρια. Γιατί κι αυτά υπέροχα είναι αλλά στην ώρα τους, όχι όταν η γειτονιά από κοινού αποφασίσει πως τα χρόνια περνάνε κι εσύ κοντεύεις να χάσεις το τρένο. Α! Κι έχουν κι ένα καλό κελεπούρι να σού γνωρίσουν, ό,τι πρέπει για την περίπτωσή σου. Ζώντας σ’ ένα σπίτι με δύο ελεύθερους τριαντάρηδες για αδέρφια, οι ατάκες αυτές είναι ψωμοτύρι στις υποτιθέμενα τυχαίες αναφορές της μάνας μου και τουλάχιστον σε αρχικό στάδιο, μόνο γέλιο προσφέρουν.
Από τη μία καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι στα μάτια των γονιών σου να σε δουν μ’ έναν άνθρωπο να νιώθεις ασφάλεια, σε μια οικογένεια δική σου, αλλά αν τα πλάνα σου είναι διαφορετικά, κάνουν σαν μηχανάκια που κρασάρουν. Η μία συζήτηση φέρνει την άλλη, και βρίσκεστε σ’ έναν φαύλο κύκλο που ο ένας προσπαθεί να εξηγήσει στον άλλον γιατί το άσπρο δεν είναι μαύρο κι αντίστροφα.
Κι έτσι λοιπόν απ’ το «Θοδωρή εγώ πότε θα γίνω μάνα;» της Παπαδοπούλου, έχουμε περάσει στο «εγώ πότε θα γίνω γιαγιά;» της κυρά- Μαρίας. Το λες και plot twist, γιατί αν νόμιζες πως θα έβρισκες την ησυχία σου μεγαλώνοντας, σε γελάσανε και μάλιστα με χάρη. Ίσως, πρόκειται για ένα ακόμη στοιχείο που συνιστά το χάσμα που έχουμε ως γενιές ενώ παράλληλα κανείς δεν υπολογίζει πως στις περισσότερες των περιπτώσεων όταν γεννιόμασταν εμείς, οι γονείς μας δεν έπαιζαν στοίχημα αν θα λήξει ο μήνας και θα είναι απένταροι.
Γιατί στις δικές μας ζωές, τις πραγματικές, οι συνθήκες δε μας βρίσκουν να καίμε πενηντάευρα στον Οικονομόπουλο. Συν μια πτυχή που ενδεχομένως να παίζει τον ρόλο της στους τριαντάρηδες που και να θέλουν να ολοκληρώσουν το όνειρο των γονιών, δε δύνανται. Απ’ την άλλη, αν μιλάμε για ανθρώπους που απλώς δεν είναι αυτό το lifestyle που ονειρεύονται, κι επιθυμούν κάτι άλλο, τότε καλά κουράγια να κάθεστε να εξηγείτε πως δεν είστε ελέφαντες.
Αναμφίβολα δεν είναι όλοι οι γονείς έτσι, ούτε πέρασαν από ιερά εξέταση τα παιδιά που ακολούθησαν άλλη πορεία από την αναμενόμενη. Οφείλουμε όμως να κρίνουμε την πραγματικότητα λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική τακτική της κοινωνίας μας. Το τσουβάλι που η ίδια η κοινωνία μάς χώνει μέσα αφού έχουμε συνδέσει τον γάμο με την εξασφάλιση, -ψέμα πρώτο- και το παιδί με την ολοκλήρωση -ψέμα δεύτερο. Κανένας γάμος ή σχέση δεν έλυσε τα υπαρξιακά μας, ούτε θα μάς εγγυηθεί ένα στεφάνι πως στην επόμενη γωνία δε μάς περιμένει ανασφάλεια ή πλήρης απουσία πληρότητας. Επίσης, δεν αποτέλεσε ποτέ ρεαλιστική λύση ενήλικα να διαιωνίσει το είδος του απλά για να πει πως έκλεισε τον κύκλο της ζωής του αλλά ο ίδιος να μην είναι σε θέση ν’ αφιερωθεί στο παιδί του γιατί υπάρχουν ακόμα θέματα μέσα του που κοχλάζουν. Γιατί καλά τα λέμε, μα για δυο αποφάσεις που είναι δεσμευτικές και σοβαρές, τείνουμε να τις αντιμετωπίζουμε σαν τσιρότα σε πληγές.
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως όσο μάς ενοχλεί αυτή η πρεμούρα να μάς δουν με κουλούρα άλλο τόσο μάς γαργαλάει. Είναι κομμάτι του τρόπου που μεγαλώσαμε κι είτε τελικά τούς εκπληρώσουμε τ’ όνειρο είτε όχι, πάλι το ίδιο θα μάς αγαπάνε αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Απλά σε κάτι στιγμές πίεσης θ’ ακούς μια διασταύρωση τσιρίδας με αναφιλητού «εγώ εγγόνια δε θα δω ποτέ», και μετά όλα καλά, πάλι αγαπημένοι θα είστε. Και κάτι μου λέει πως πολλοί αυτή τη στιγμή κουνάτε το κεφάλι σας μ’ απόγνωση. Πονάτε ανύπαντροι;