Λένε πως οι συμπεριφορές στις οποίες μαθαίνουμε ν’ ανταποκρινόμαστε, γίνονται κομμάτι του εαυτού μας, κι ακόμα κι αν μερικές από αυτές δεν τις αποδεχόμαστε στην αρχή, μπορεί στη συνέχεια να τις ενσωματώσουμε πιο γρήγορα απ΄ό,τι πιστεύουμε. Μαθαίνοντας κανείς σε φωνές, θα αντιδράσει πιο εύκολα με θόρυβο, αφού ανοίγει ένα πορτάκι γνώριμο. Και φυσικά, το ίδιο ισχύει και για την αντίθετη οδό. Τι γίνεται όμως όταν συνδεθεί ο άνθρωπος με τη συμπεριφορά; Πώς αντιδράμε όταν πονέσουμε από τον χειρισμό κάποιου; Ψάχνουμε λύτρωση ή αναζητούμε ευκαιρία να ανταποδώσουμε το αγκάθι, ακόμα κι αν αυτό θα αναλογεί σε πρόσωπο που καμιά ευθύνη δε θα φέρει για τα παλιά μας παθήματα;

Ο πόνος που οι άνθρωποι αισθανόμαστε σε κάθε περίοδο της ζωής μας, με μαθηματική ακρίβεια δύναται να οδηγήσει σ’ ένα μελλοντικό ξέσπασμα, οποιασδήποτε μορφής. Είτε αυτό πρόκειται να απευθύνεται σε άλλους ανθρώπους, είτε θα είναι εσωτερικό. Αυτό που πάντα μένει ίδιο, είναι πως στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε αυτό που νιώθουμε, κι εν συνεχεία να συμφιλιωθούμε μαζί του, θέλουμε να το αποτινάξουμε από πάνω μας, να το παρατηρήσουμε από απόσταση ασφαλείας, τρικάκι που σε κάθε δύσκολη κατάσταση μας φαίνεται ιδανικό.

 

Get Over It! | eBook


€5,00

-----

 

Και κάπου εδώ, θα εμφανιστούν, αυτοί που θα πληρώσουν τα σπασμένα. Όχι απαραίτητα ηθελημένα, αλλά σίγουρα άδικα. Εξιλαστήρια θύματα, για να δώσουμε στα σπασμένα μας μορφή κι όνομα. Και μιλάμε γι’ αυτούς που θα έρθουν στη ζωή μας, μπορεί με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά στην τελική θα γνωρίσουν εμάς με το σύννεφο του παρελθόντος να καλύπτει τη συμπεριφορά μας. Γεγονότα και στιγμές που κάποτε μας άφησαν το σημαδάκι τους, θεωρούμε εσφαλμένα πως τα σβήνουμε αν τα ανταποδώσουμε, όχι τόσο στο πρόσωπο, όσο στη ζωή την ίδια. Σαν να παίρνουμε την επιβεβαίωση πως με τη δική μας συμπεριφορά, αποδεικνύουμε ότι είμαστε πιο δυνατοί από αυτό που μας συνέβη, ότι κάποτε δεν μπορέσαμε να το ισορροπήσουμε, αλλά τώρα οι ρόλοι αλλάζουν μ’ εμάς στη θέση του ισχυρού.

Ψυχολογικά μια τέτοια συμπεριφορά βγάζει νόημα. Θέλοντας κανείς να παρουσιάσει την έννοια αυτή, χρησιμοποιεί τον μύθο με την ιστορία του Ααρών, του τράγου που φαίνεται να θυσιάστηκε για αμαρτίες που κανείς δεν είχε το θάρρος ν’ αντιμετωπίσει, επομένως το ζώο ήταν η πιο βολική λύση. Στην ιδέα της θυσίας, ο φόβος για την αμαρτία και την τιμωρία της καθησυχάζεται, ακόμα κι αν σε λογικά πλαίσια, η κάθε πράξη έχει ως επίλογο αυτόν που κρύβεται πίσω της. Αυτό ισχύει και σήμερα με τη δική μας συμπεριφορά, Επιβεβαιώνουμε έναν φαύλο κύκλο ανούσιων συμπεριφορών στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα που είναι δυσβάσταχτο ως προς την αντιμετώπισή του, το μετατοπίζουμε κάπου αλλού, κι έτσι μπορούμε να λέμε πια πως ήρθε η κάθαρση. Κι ας είναι το πρόβλημα η ομπρέλα που θα κρύβει τις κακές συμπεριφορές σε μια σχέση: την απόρριψη, την καταπίεση που κάπου πρέπει να βγει, τ’ απωθημένα που άλλοι εκπληρώνουν τελικά για εμάς.

Το κοινό που μπορεί να εμφανίσουν όλα τα παραπάνω στην προκειμένη, είναι η θέση του θύματος. Ο άνθρωπος που συνήθως εν αγνοία του έρχεται να σβήσει ξένες φωτιές, κατά πάσα πιθανότητα θα πληγωθεί, λίγο ή και πάρα πολύ. Και κάπως έτσι, φέρνουμε ανθρώπους σε θέσεις που κάποτε εμείς καταριόμασταν την ώρα και τη στιγμή που βρεθήκαμε. Όχι επειδή απαραίτητα απολαμβάνουμε κι αυτή τη βαναυσότητα, αλλά μάλλον χάριν ενός φορτίου που την κατάλληλη στιγμή δε διαχειριστήκαμε με σθένος κι ειλικρίνεια.

Το συμπέρασμα είναι πως έχουμε την τύχη οι άνθρωποι να μη μένουν στη ζωή μας για πάντα, και κάπως έτσι οι σωστοί διαδέχονται τους λάθος. Οι πληγές και τα λάθη, θα μένουν πίσω μ’ αυτούς που φεύγουν και τα πράγματα θα προχωράνε μ’ εμάς να βάζουμε τελείες σ’ αυτά που θεωρήσαμε άδικα. Πολύ απλό να το λέει κανείς, δύσκολο να το κάνει πράξη. Μα η αρχή ίσως γίνει όταν συνειδητοποιήσουμε πως δεν αξίζει και πάρα πολύ να πληγώσουμε αυτούς που μας κρατούν το χέρι για ένα πληγωμένο γόητρο, που στην τελική δε χάσαμε και ποτέ.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου