Καμιά φορά, όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου μέσα σε σχέση, η ιδέα φαίνεται να με τρομοκρατεί. Έχοντας υπάρξει σε σχέσεις που πιο πολύ με αποδιοργάνωσαν, παρά με ευχαρίστησαν, το τι έπεται φαίνεται πολύ αβέβαιο. Η σκέψη βαραίνει κυρίως προς την αρνητική πλευρά, με τον φόβο πως ο σύντροφός μου δε θα είναι ο κατάλληλος για μένα, για την αγάπη που έχω ανάγκη να δώσω αλλά και να πάρω. Κι ενώ όλο αυτό φαντάζει εξαιρετικά παράλογο, μέσα μου βρίσκεται ένα παραθυράκι, που το κάνει να φαίνεται τόσο δικαιολογημένο, τόσο αναμενόμενο για όσα αισθάνομαι και φοβάμαι ν’ αντιμετωπίσω κατάματα.

Από τη μία είναι η επιθυμία για έρωτα, για συντροφικότητα στην όμορφη εκδοχή της. Χωρίς ζήλιες, χωρίς επιφανειακά ταιριάσματα που συμβαίνουν από ανάγκη. Ενώ η πρόθεση αρχικά είναι αυτή, όταν αυτός ο άνθρωπος εμφανιστεί, φέρνει μαζί του κι όλα τα τέρατα που το κεφάλι μου αδυνατεί, αν όχι να εξαφανίσει, τουλάχιστον να ελέγξει. Οι χειρονομίες ενδιαφέροντος μεταφράζονται με καχυποψία κι ενοχή, η ερωτική διεκδίκηση από τη μία με χαροποιεί, από την άλλη, όμως, φέρνει στο φως εκείνο το γνωστό «κι αν λήξει κι αυτό άδοξα;». Πολύ άδικο να προσπαθείς να ορθοποδήσεις, να πάρεις το μερτικό σου από τη χαρά που βλέπεις ν’ απολαμβάνουν άλλοι άνθρωποι γύρω σου, κι αυτό τελικά πάντα στο τέλος να μένει μετέωρο. Δεν ξέρω αν φταίνε τα παλιά τραύματα, που ενίοτε συμφιλιώνομαι με αυτά, δεν ξέρω αν φταίω μόνο εγώ κι η άρνησή μου να αφεθώ, να ζω με βάση τα γεγονότα, κι όχι με το ένστικτό μου που παλεύει να με προστατεύσει από πράγματα που δεν έχουν ακόμη συμβεί.

 

 

Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται μέσα μου να υπάρχουν δυο εντελώς αντικρουόμενες στάσεις, με κοινή κατάληξη όμως, την απογοήτευση. Κι αυτό γιατί από τη μία με θλίβει το γεγονός πως δεν μπορώ να εμπιστευτώ τον άνθρωπο που πραγματικά έχω ερωτευτεί και από την άλλη, η στάση μου με βρίσκει ώρες ώρες να δικαιολογώ τον εαυτό μου, αφού μπορεί σε μια ακόμη προδοσία, να βρεθώ το τρίτο πρόσωπο και να υπάρχει πίσω από εμένα κάποιο απωθημένο, στο οποίο εγώ θα λειτουργήσω ως τσιρότο. Πώς όμως να το ξετυλίξεις το κουβάρι κι από πού να το πιάσεις; Πώς εξηγείς ότι ψάχνεις ένα χέρι να σε κρατά, αλλά μόλις αυτό απλωθεί μαζεύεσαι πάλι άγαρμπα, μπας και γλιτώσεις από νέες πληγές;

Ένα χάος από φόβους, που αντί να τους σβήνω έναν-έναν, προσθέτω κι άλλους στην πλάτη μου. Δε θα βρεθεί ίσως ποτέ εκείνη η αγκαλιά που θα είναι η ιδανική για μένα μονάχα, δεν μπορώ ν’ αγαπηθώ όπως θα ήθελα, γιατί μάλλον οι άλλοι δε βλέπουν σε μένα αυτό που θα ήθελα να δουν. Κι όλα αυτά μάλλον οδηγούν σε μια κατάσταση που όλο και μαυρίζει, αφού όπου και να κοιτάξω, κανένας δε με κάνει να σκέφτομαι χωρίς κόμπο στο στομάχι.

Κι αν όλα αυτά είναι στο μυαλό μου, πώς τα φέρνω βόλτα; Γίνεται μόνο του κάποια στιγμή, αυτόματα; Έρχεται ο κατάλληλος άνθρωπος και τα σβήνει όλα στο πέρασμά του, ή πάλι βασίζομαι σε τέτοια παραμυθάκια, μπας και διώξω για λίγο αυτό το ζιζάνιο από το μυαλό μου; Απάντηση δεν έχω, δε βρίσκω. Όσο λέω πως όλα θα πάνε καλά, πως αυτή τη φορά δε θα υπάρχει κλάμα, τόσο αρνούμαι να χαλαρώσω. Η καχυποψία μεταμορφώνει τις όμορφες στιγμές σ’ ένα συνεχόμενο τεστάρισμα, σε μια αλλεπάλληλη σύγκριση με το παρελθόν και πάλι από την αρχή. Καμιά κουβέντα δεν είναι αρκετή για να με πείσει, καμιά κίνηση ως τώρα, να μου δώσει την απάντηση που τόσο πολύ περιμένω- αν τελικά φταίει το μυαλό μου, ή πράγματι διαλέγω λάθος καταστάσεις. Δεν είναι παράλογο να κοιμάσαι αγκαλιά με το ταίρι σου κι η πρώτη σκέψη που κάνεις να είναι πως ανά πάσα στιγμή θα εξαφανιστεί, θα σ’ αφήσει για άλλον άνθρωπο; Τι είδους κασέτα είναι αυτή τέλος πάντων;

Οι σκέψεις μου γυρίζουν σε όλες εκείνες τις ανασφάλειες και τα κενά που δεν έχω ακόμη τα κότσια να διώξω, φοβάμαι πως θα με νικήσουν, θα είμαι μόνη ξανά σε αυτό, με το γνωστό “δεν πειράζει” στα χείλη, για παρηγοριά. Κι όμως πειράζει κάθε φορά, όλο και περισσότερο. Μέχρι να βρω τις απαντήσεις μου, μέχρι να ξέρω τελικά αν πράγματι μέχρι τώρα είναι όλα λάθος ή εγώ τα ερμηνεύω έτσι, δυστυχώς θα φοβάμαι. Ν’ αγαπήσω, να ελευθερωθώ, να κοιτάξω άνθρωπο στα μάτια, χωρίς να ψάχνω το ψέμα στο βλέμμα του, την απάτη. Θα φοβάμαι να χαρώ για πολύ, να το μοιραστώ, γιατί  στη γωνία θα με περιμένει εκείνη η γνωστή η γκαντεμιά να μου χαλάσει τ’ όνειρο πριν καλά καλά αρχίσει. Όποια κι αν είναι  η απάντηση όμως, βαθιά μέσα μου θέλω να ελπίζω πως στο τέλος του δρόμου δε θα υπάρχουν άλλες μαύρες σκέψεις, με σκάρτες ιστορίες· τις χόρτασα. Διψάω για χαρά, για μια συνθήκη ειλικρινή και ξεκάθαρη. Κι ίσως αυτό να είναι το μόνο στο οποίο, δεν κουμπώνει δίπλα του καμιά αμφιβολία.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου