Στους κύκλους που κάνουν οι σχέσεις έρχεται κάποια στιγμή ο χωρισμός- κομμάτι που αν μπορούσες να σκιπάρεις, θα πουλούσες και την ψυχή σου στον διάβολο για να συμβεί. Κι εφόσον αυτό δε γίνεται, δίνουμε ρέστα στην προσπάθεια επανασύνδεσης μετά τον χωρισμό, όπως κι αν έχει έρθει αυτός. Συγγνώμες, τραγούδια, φωνές και παρακαλετά, που έγιναν σημεία αναφοράς μέσα μας, όταν αναπολούμε έρωτες που μας σημάδεψαν κι αν ήμασταν λιγάκι τυχεροί, δεν έληξαν άδοξα, σ’ εκείνο το μελανό σημείο.
Κάπως έτσι και γυρνώντας στο όχι και τόσο μακρινό 2010, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, σε συνεργασία με τους φίλους του Σάκη Μπουλά, και Γιάννη Ζουγανέλη, κυκλοφορούν το “Ρημαδιό” σε στίχους Σούση Ισαάκ και μουσική του ίδιου του Λαυρέντη. Ένα τραγούδι που δε θα χαρακτήριζε κάποιος από τα γνωστά του καλλιτέχνη, μα από τα πιο εύστοχα. Το story είναι απλό, με τόνο ελαφρώς περιπαικτικό. Ξεκινάς ν’ ακούς μια γλυκιά κι ειλικρινή επαιτεία για επιστροφή, αφού από τότε που οι δύο λογαριάζουν πια σαν ένας, όλα φαίνεται να είναι πιο μαύρα, πιο μίζερα, ρημαδιό εν ολίγοις.
Τα συναισθήματα που θα ένιωθε ο καθένας προσπαθώντας με απλά λόγια να εξηγήσει τι σημαίνει «σε θέλω πίσω». Φιλιά κι αγκαλιές που μένουν χαραγμένα στο σώμα και την ψυχή μας και στο όνομα της απουσίας της αγάπης μας μετατρέπονται σε γροθιές, ικανές να μας σωριάσουν με τη μία. Όχι και τόσο αναμενόμενος τρόπος να περιγράψεις πως σου καίγεται η ψυχή που σ’ άφησε, έτσι δεν είναι; Κι εκεί ξεκινάει η ειλικρινής κατρακύλα. “Γύρνα έστω σαν φίλη, καταρράκτες τα χείλη”, της απευθύνεται. Ζητά να γυρίσει πίσω κι ας μην την έχει ολοκληρωτικά, αφού η παρουσία και μόνο είναι αυτή που μπορεί να σώσει κάτι από τον πανικό που δημιουργεί μια φυγή που δεν έχει υπολογίσει, που δεν έχει φανταστεί. Κι όσο τ’ ακούω, τόσο σκέφτομαι, πόσο πολύ θα με έλιωνε μια τέτοια εξομολόγηση, που σου λέει κανείς συγγνώμη με χίλιους δυο τρόπους, χωρίς να χρειαστεί να ξεστομίσει την ίδια την λέξη. Σε ζητά πίσω, απλά, παιδιάστικα, αθώα.
Απεγνωσμένα και μάγκικα, “γύρνα πάλι να κλέψεις, δίχως δεύτερες σκέψεις, με το θέλω σου μόνο, τις εφτά μου ψυχές”. Πιο ιερή επανασύνδεση δε θα είχε ζητηθεί ποτέ, δεσμεύομαι γι’ αυτό. Δεν είναι σπάνιο το συναίσθημα μα ο τρόπος που εκφράζεται, που γίνεται μια προσευχή, μια επίκληση στον κάποτε έρωτα. Νότες χαρούμενες, συνοδεύουν τον χαμό στο κεφάλι σου και το τσιγαράκι που νευρικά κρατάς στο χέρι σου. Φράσεις απλές, που υπενθυμίζουν πως τα μεγαλύτερα μαθήματα στην καρδούλα μας τα δώσαμε όταν χρειάστηκε να πληγώσουμε μιαν άλλη. Αυτά είναι τα παθήματα που γίνονται τέχνη και συντροφιά τις στιγμές που σκεφτόμαστε τις μαλακίες που μας στερούν όσους αγαπάμε. Μόνο που στον χώρο παίζουν και μουσικές- δεν έχει νόημα δίχως αυτές.
Ο Μαχαιρίτσας, κλείνοντας, ζητάει δυνατές κόντρες για εραστές, σαν τελειωτική ευχή στη δική του προσπάθεια για συγχώρεση. Καμιά φορά, βιώνοντας ένα ζόρι στο τσουβάλι που λέγεται συναισθήματα, μπερδευόμαστε, περιπλέκουμε σκέψεις και ιδέες στην προσπάθειά μας να ξεστομίσουμε δυο λεξούλες. Στην πραγματικότητα, τα λάθη διορθώνονται αν σταθείς απέναντι στον άλλον -ας πούμε γενναία- και ξεγυμνώσεις το είναι σου με φινέτσα. Να πληρώσεις τα φέσια που σου αναλογούν σ’ αυτόν που πλήγωσες.
Το τραγούδι ανήκει στο άλμπουμ “Η ενοχή των αμνών” και θεωρήθηκε ως μια φιλική σύμπραξη των τριών καλλιτεχνών. Αν το δει κανείς λίγο πιο βαθιά, δεν τη λες μονάχα φιλική. Αυτοί οι στίχοι, στην ωμότητά τους, κρύβουν ποίηση, ρομαντισμό που δεν ταιριάζει σε βολάν και φανφάρες. Έτσι γίνεται μια επανασύνδεση από καθημερινή, σπάνια. ‘Ετσι λες με πείσμα πως η αγάπη δεν μπαίνει σε πλαίσια. Και μακάρι να ισχύει το τελευταίο, γιατί χανόμαστε. Μπες κι άκου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου