Πόσο δύσκολο μας είναι καμιά φορά να εξηγήσουμε εμείς οι ίδιοι τη συμπεριφορά μας; Αντιδράσεις που θεωρούμε παράλογες, πράγματα που κάνουμε και μας είναι αδύνατο να δικαιολογήσουμε- ανοιχτά τουλάχιστον. Σκέψεις μαύρες, σκαμπαναβάσματα μέσα μας που δε μας αφήνουν να ισορροπήσουμε απέναντι σ’ αυτό που είμαστε, μέχρι αυτό που ιδανικά θα θέλαμε. Κι εκεί ίσως εμφανίζεται μια παθητικότητα, ένα ζιζάνιο που έρχεται και γεννά αμφιβολίες, για όλους, για όλα και μας δημιουργεί μια ψυχολογία ρευστή. Δίπλα σ’ αυτή την ανασφάλεια, ξανά και ξανά κούμπωσε η σιωπή, που πρόσκαιρα φαινόταν τόσο βολική ώστε να μην αναγκαστούμε να παραδεχτούμε πως το μέσα μας τρέμει.

Η ανασφάλεια δεν αποτελεί προνόμιο μονάχα των πιο αδύναμων χαρακτήρων, δεν είναι γνώρισμα, μα χαρακτηριστικό καθολικό, μια ουλή που ο καθένας κουβαλά, μα σε άλλη μορφή. Η φοβία της απόρριψης, της εγκατάλειψης από ανθρώπους που έχουν ανέβει στο βάθρο των “σημαντικών” είναι εφιάλτης αν πρέπει εξωτερικά να φαίνεσαι άνετος και σταθερός σε όσα λες και κάνεις. Στην πραγματικότητα, σκέφτεσαι πως κάθε κίνησή σου μπορεί ν’ αποδειχθεί λάθος, να γίνει η αφορμή για ένα ακόμα χαστούκι, μια ακόμη κενή θέση. Κι έτσι επιλέγεις τη σιωπή, την αποδοχή, αυτό το “δεν πειράζει” που κρύβει κάτω από το χαλί όλα όσα σε εξοργίζουν. Η γνωστή πιπίλα, που ξεκινάει από τη σκέψη να μη μιλήσεις τώρα, αύριο, ποτέ. Μην το κάνεις θέμα μωρέ, μη χαλάς τη μέρα, ξεκόλλα.

Κι από κει, αρχίζουν όλα. Η ασέβεια, η λεκτική και μη προσβολή, η συνεχόμενη αδιαφορία των θέλω σου, των ορίων σου. Είναι τρανταχτές αφορμές για να στείλεις ανθρώπους στο διάολο, μα δεν το κάνεις. Δε θες. Σιωπείς με την ελπίδα πως το αύριο θα είναι καλύτερα, πως όσοι σε περιβάλλουν θα έχουν κάνει έστω ένα βήμα ν’ αλλάξουν τη στάση τους. Κι ας ξέρεις πως πάλι φτιάχνεις φούσκες. Είναι μια συμπεριφορά που ίσως δε μας την μαθαίνει κανείς, μα την αποκτάμε σταδιακά, στη σκέψη πως δε θέλουμε ξανά ν’ απογοητευτούμε. Να νιώσουμε μόνοι, μη επιθυμητοί σε παρέες, άξιοι να μας ερωτευτούν όπως θα θέλαμε, αποδεκτοί από τους οικείους μας.

Άνθρωποι μπαίνουν στη ζωή μας, με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Να μη μας κάνουν, να μην τους ταιριάζουμε εμείς, να μην είναι η στιγμή μας τέλος πάντων. ‘Ενα ακόμη απογοητευτικό τέλος όμως, δεν είναι αυτό που θες κι επιθυμείς. Επομένως η λύση είναι να επιμείνεις, να διορθώσεις αυτά που φανερά δε διορθώνονται και ποτέ, μα ποτέ να μην υψώσεις ανάστημα απέναντι σ’ αυτά που σου χαλάνε την ψυχή.  Μαγική συνταγή, αν θέλει κανείς να διαλύσει την ψυχική του ισορροπία. Θα μπορούσα για ώρες να περιγράφω μια συναισθηματική κατάσταση που δε σε αφήνει να γαληνέψεις, να χαρείς μια στιγμή όμορφη, να νιώσεις καλά με σένα, μετά με τους άλλους. Συνεχώς ένα κουβάρι, ένας φόβος να κρατήσεις τα πράγματα όπως έχουν, γιατί αν χαθούν αυτά, νιώθεις πως μαζί τους θα χαθείς κι εσύ. Λες και το αύριο θα έρθει για όλους τους άλλους, μα για σένα όχι.

Με τη σιωπή και την ανοχή το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να διογκώνουμε το λάθος και το στραβό, σε όποια σχέση κι αν έρθει να κάνει την εμφάνισή της. Βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε πως η λύση είναι ν’ ανοίξουμε το ρημάδι και να πούμε ό,τι σκεφτόμαστε. Μόνο που το ενδεχόμενο αυτό, είναι σαν δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να τα πω και να κερδίσω πιο πολλά απ’ όσα θα περίμενα. Μπορεί όμως, η τελευταία μου κουβέντα να σημάνει και την τελευταία μου επαφή με τον άνθρωπο που μ’ ενδιαφέρει. Πόσο άδικο και λυπηρό να μετράς έτσι το τομάρι σου; Να φοβάσαι να χρησιμοποιήσεις το μεγαλύτερο ατού των ανθρώπινων σχέσεων, την ειλικρίνεια. Όχι γιατί εσύ είσαι λάθος, αλλά η κατάσταση που θέλησες τόσο απεγνωσμένα να φορτώσεις στους ώμους σου, λες κι η ζωή σου χρωστάει μόνο σκατά και πίκρα. Νομίζεις! Η αλήθεια είναι πολύ απελευθερωτική και μόλις την αγγίξει κανείς έστω κι ελαφρά με τον νου, του, τότε ανασαίνει και πάλι.

Είναι πολύ φυσιολογικό να βρισκόμαστε ενίοτε ψηλά και χαμηλά. Να νιώθουμε πλήρεις με τον εαυτό μας κι από τη μια στιγμή στην άλλη να χρειαζόμαστε μια αγκαλιά ή μια κουβέντα, για να μας δώσει αυτή την επιβεβαίωση. Τρανή απόδειξη, πως δε γεννιόμαστε άτρωτοι και πέτρινοι, αδιάφοροι για ό,τι έρθει στον διάβα μας.  Δεν ξέρω αν υπάρχει λύση γι’ αυτό που λέμε ανασφάλεια, ο καθένας γνωρίζει πως σου ξυπνάει έναν εαυτό πολύ ευάλωτο, που μόνο ευχάριστος δεν είναι. Αν ξέρω κάτι σίγουρα όμως, είναι πως οι άνθρωποι που αξίζουν να γίνουν κομμάτι μας, δε θα μας αναγκάσουν -ακόμη κι εν αγνοία τους- να το βουλώσουμε. Δε θα μας γεμίσουν φόβο για το ποιοι είμαστε, μα ευχαρίστηση. Η μόνη ανησυχία που ίσως μας πάει ένα βήμα παραπέρα και σπάσουμε αυτόν τον διαολεμένο φαύλο κύκλο, που τόσα δάκρυα μας γέμισε, είναι μια: Μήπως στον βουβό χρόνο που χάνουμε για όσα μας πονούν, αφήσουμε πίσω μας αυτά που πραγματικά μας αξίζουν; Μήπως;

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου