Λένε πως άπαξ και ερωτευτείς είσαι άλλος άνθρωπος. Πιο χαρούμενος, πιο ονειροπόλος, θα τολμήσω να πω πιο αισιόδοξος. Δεν ξέρω γιατί κι ούτε το πιστεύω απόλυτα, μα αυτή είναι η φύση του έρωτα, περίεργη και αλλιώτικη προς τον πρότερο εαυτό μας. Αν μπορούμε όμως να θεωρήσουμε πως κάτι είναι σίγουρο, είναι πως οι ερωτευμένοι δείχνουν και αρκετά πιο αφελείς κι απομακρυσμένοι από την πραγματικότητα. Απαντήσεις υπάρχουν, μη βαράτε οι κυνικοί της παρέας. .
Αρχικά στα πρώτα στάδια ενός έρωτα, κάνεις πράγματα που μπορεί να θεωρούσες ανόητα, πράγματα που μοιάζουν αχρείαστα σε τρίτους. Αφιερώσεις, μεθύσια, ξενύχτια ατελείωτα ο ένας πάνω στον άλλον κι ας ξέρεις πως στις 6 το πρωί το ξυπνητήρι δε θα σου τη χαρίσει. Είσαι έρμαιο της παραζάλης στην αρχή ενός έρωτα, υποστηρικτής των πλεγμένων δαχτύλων στο δρόμο – ενώ κάτι μήνες πριν μόνο μορφασμούς απαξίωσης σου δημιουργούσαν όλα αυτά (διακρίνουμε εδώ και μια μικρή ζηλίτσα;)
Βρισκόμαστε στην αρχή μιας κατάστασης που η έφοδος ενός νέου ανθρώπου στην ζωή σου, δικαιολογημένα σε αποσυντονίζει, σού αναστατώνει πρόγραμμα και ρουτίνα, και καμιά φορά σου δίνει πίσω ένα χαμένο νόημα. Και επιστημονικά να το πάρουμε, είναι και κάτι ορμόνες που χορεύουν τσάμικο όταν καψουρευτείς, πόσο σοβαρός να μείνεις;
Αν αναζητήσεις επιστημονικές εξηγήσεις για τον έρωτα, θα βασιστείς στη χημεία. Αναλύοντας το συναίσθημα σε ορμόνες θα δούμε ότι ενεργοποιούνται κυρίως εκείνες της αδρεναλίνης και της ντοπαμίνης, άρα υπό μια έννοια πράγματι «τρελαινόμαστε». Χάνουμε την αίσθηση των ορίων κι η βασική κινητήριος δύναμη γίνεται η ατελείωτη επιθυμία για το ταίρι μας. Κατά τους ειδικούς οι άνθρωποι λειτουργούμε σαν να βρισκόμαστε ξεκάθαρα υπό την επήρεια ουσιών.
Μέσα σε όλα αυτά, ο εγωισμός κι η άμυνα του «να το πάμε χαλαρά» ξεκινούν να κάνουν πέρα κι η ανάγκη για συναισθηματικό δέσιμο μας ωθεί να δείξουμε πιο αυθεντικά κομμάτια του εαυτού μας χωρίς τον φόβο της έκθεσης. Τότε παίρνει τα ηνία η σεροτονίνη που ευθύνεται και για το αυξημένο αίσθημα χαράς, τη μειωμένη όρεξη φαγητού ή/και την παρατεταμένη απώλεια ύπνου.
Είναι η περίόδος που κυριαρχεί η εξιδανίκευση, κι η φάση είναι «μετά από σένα το χάος, μετά από σένα το τίποτα». Και για όλα αυτά που σου περιγράφω, πρέπει να συνεργαστούν 12 τομείς του εγκεφάλου, ώστε το ερέθισμα να γίνει σκέψη και με τη σειρά της αυτή να γίνει λόγος. Και στην περίπτωσή μας ένα στάδιο παραπέρα, κάτι πιο ρομαντικό, ένα σκηνικό σαν την ανδρική κολώνια της Κοκκίνου θέλω να φέρεις στο μυαλό σου. Με ρούχα πεταμένα δεξιά αριστερά, και ένα μυαλό αλλοπαρμένο από μυρωδιές και εικόνες, που όσο και να θες να ξεχάσεις, δεν μπορείς. Τότε πια όλες οι ορμόνες στήνουν τρελό πάρτι!
Δεν είμαι σίγουρη αν μπορούμε να καταλήξουμε στην μια πλευρά ή την άλλη, και εδώ που τα λέμε ο καθείς αλλιώς την δαγκώνει την λαμαρίνα. Αυτό που είναι κομματάκι πιο εύκολο να εξηγήσουμε, είναι πως μιλάμε για ένα συναίσθημα που στις πρώτες του εκρήξεις μας προκαλεί άγχος, ταχυπαλμία, κόμπιασμα στον λόγο ίσως και εφίδρωση. Σε δεύτερο στάδιο, περπατάς στον δρόμο και νιώθεις πως αγαπάς όλον τον κόσμο, όχι για κάποιο ιδιαίτερο λόγο, απλά γιατί εκείνος ο ένας ή η μία σε αγαπάει. Και είναι τόσο απλό, μα τόσο ικανό να σε γεμίσει ως εκεί που δεν πάει. Επομένως από το ταπεινό μου πληκτρολόγιο, χωρίς κανένα τέτοιο συναίσθημα να μου θολώνει την κρίση, θα διακινδυνεύσω να πω πως δεν είμαστε χαζοί όντες ερωτευμένοι. Είμαστε άνθρωποι που παλεύουν να διαχειριστούν το σοκ.
Έχουμε εισβολέα σε καρδιά και σώμα, δεν είναι και λίγο!