Λένε πως ζώντας μέσα στις σχέσεις μας, γινόμαστε τυφλοί, ενίοτε. Δεν παρατηρούμε αυτά που πρέπει, ή αν το κάνουμε τείνουμε να τα ερμηνεύουμε ελαφρά. Ωστόσο, για να μην κοροϊδευόμαστε, τα πράγματα έχουν δυσκολέψει και η ανθρώπινη συμπεριφορά, πόσω μάλλον αυτή του συντρόφου μας χρειάζεται παραπάνω φιλτράρισμα, μπας κι εντοπίσουμε τα κακώς κείμενα πιο έγκαιρα. Κι όταν μιλάω για κακώς κείμενα, δεν εννοώ άλλα από αυτά της ζήλιας που δεν οδηγεί σε χαριτωμένα καβγαδάκια, αλλά σε καταστάσεις πιο άγριες μακροπρόθεσμα. Τι μας κουνά από μακριά τη σημαία κινδύνου κι αρνούμαστε να τον δούμε, τελικά;
Αρχικά, είναι αναμενόμενο, όντας στη σχέση κάποιες κεραίες σου να μην είναι τεντωμένες. Όχι γιατί είσαι χάπατο ή ευκολόπιστος, αλλά γιατί το προβλεπόμενο είναι να βλέπεις τον άνθρωπό σου με καλό μάτι, να μην ψάχνεις το κουσούρι σε κάθε συμπεριφορά του. Σε αυτό το πλαίσιο που είναι κι η μεγαλύτερη παγίδα ενός δεσμού θα δούμε πως πάρα πολλοί την έχουμε πατήσει κι έχουμε αξιολογήσει λάθος το ταίρι μας, βλέποντας τα μεγάλα για ασήμαντα. Κι εκεί είναι που ξεκινάει το πανηγύρι, με αυτόν τον αθάνατο εσωτερικό διάλογο «μα δεν έβλεπα;». Συμπεριφορές όπως η άκρατη κι εκρηκτική ζήλια, η κτητικότητα που καλύπτεται με δηλώσεις του τύπου «δεν την παλεύω να σε αποχωρίζομαι» είναι εύκολη τροφή για μάσημα στον άνθρωπο που διψά γι’ αγάπη κι ένα αίσθημα ανήκειν που μετατρέπεται σε θηλιά. Το ζήτημα είναι να μπορούμε να δούμε τα σημάδια, όμως, όταν η αγάπη αυτή πάει να ξεπεράσει λεπτές γραμμές κι όρια, πριν ένας εκ των δύο γίνει υπόλογος.
Αφανή δείγματα συμπεριφοράς μπορεί να είναι οι μπηχτές κάθε φορά που στο κινητό σου εμφανίζεται μια ειδοποίηση, ένα μήνυμα. Αστειάκια και πλάκες που θα υποδηλώνουν πως η κινητικότητά σου στα social είναι επιλήψιμη, οριακά ύποπτη. Χαριτωμένα -δήθεν- μουτράκια στην αρχή της σχέσης όταν θα επιλέξεις να βγεις μόνο με την παρέα σου χωρίς τον σύντροφό σου μαζί με κατακλείδες του στυλ «πέρνα καλά μωρό μου κι άσε με εμένα». Μικρά βήματα μέρα με τη μέρα που σου φυτεύουν ένα αίσθημα ενοχής απέναντι στη σχέση σου για πράγματα που άλλοτε θεωρούσες, αν όχι αυτονόητα, τουλάχιστον ανάξια σχολιασμού από τον έναν σύντροφο στον άλλον. Εκεί είναι που ίσως θα πρέπει ν’ αρχίσεις ν’ αναρωτιέσαι γι’ αρχή, αν όχι να προβληματίζεσαι.
Αν το εξετάσουμε από ψυχολογική ματιά η ζήλια πράγματι μπορεί να μπει σε κουτάκια, και να φτιάξει έναν χάρτη για το ποιες συμπεριφορές κατατάσσουμε στις επιτρεπτές και σε αυτές που μας τραβάνε μακριά. Ο Freud προσπαθώντας να εξηγήσει τι εστί ζήλια ως προς την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη διαχώρισε σε τρεις κατηγορίες, δίνοντας και το ανάλογο συναισθηματικό αντίκτυπο στην καθεμία. Την παρουσίασε ως ένα συναίσθημα που εκφράζεται σε διαφορετικές εκφάνσεις ξεκινώντας από τη φυσιολογική ζήλια, συνεχίζοντας με τη νευρωτική, για να αποκορυφωθεί στην παθολογική. Ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη κατηγορία του ψυχαναλυτή, θα δει κανείς πως εντοπίζονται τα παραδείγματα εκείνα που θα χαρακτηρίζαμε ύποπτα, ικανά να γεννήσουν δεύτερες και τρίτες σκέψεις για τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας.
Η νευρωτική ζήλια θα δείξει μια στάση που το κυρίαρχο συναίσθημα είναι μια πολύ έντονη ανασφάλεια του ατόμου για τους γύρω του, μια υπερευαισθησία που εξωτερικεύεται με τον μηχανισμό της προβολής. Κάτι τέτοιο έμπρακτα στη ζωή ενός ζευγαριού μπορεί να ερμηνευτεί με την αίσθηση του ενός πως θα πέσει θύμα απιστίας, πως ο σύντροφός του θα τον εγκαταλείψει. Συμπεριφορές βέβαια, που δεν πηγάζουν από ρεαλιστικό ερέθισμα, αλλά από εσωτερικές φοβίες του ατόμου. Από την άλλη η νευρωτική ζήλια ξεφεύγει κατά πολύ, και πάλι όμως θα δούμε πως έχει τύχει να δούμε παραδείγματα μέσα σε σχέσεις μας, και τα βαφτίζαμε ξεσπάσματα, νεύρα της στιγμής κι άλλα τέτοια ωραία. Στο ύστατο επίπεδο τα δείγματα σίγουρα είναι πιο ακραία, μα όχι απαραίτητα εμφανή.
Το θέμα είναι ότι το ταίρι σου ενδεχομένως εκφράζει έμμεσα ή άμεσα καχυποψία απέναντί σου, για ασήμαντα θέματα της ρουτίνας σας. Δεν πιστεύει ό,τι του λες, σε τσεκάρει με την πρώτη ευκαιρία, είσαι με την παρέα σου και κάνει «τυχαίες» εμφανίσεις του στυλ «να ‘μαι κι εγώ». Που στην αρχή ναι, φαίνεται πολύ χαριτωμένο κι όμορφο, το υπογράφω. Στην πορεία όμως θα πρέπει ίσως να σε ανησυχεί το ότι δεν καθησυχάζεται με τίποτα απ΄ όσα λες και πρέπει να τα δει με τα μάτια του για να μην έχετε δράματα. Τότε δεν είναι έρωτας, αλλά ανασφάλεια που κοχλάζει κι αν δεν κάνεις κάτι θα πέσει πάνω σου με διάφορους τρόπους. Αυτό το είδος ζήλιας θα λέγαμε πως είναι το πιο πολύπλοκο και μη διαχειρίσιμο κι από τις δύο μεριές. Ο ένας δεν ξέρει πώς να καμουφλάρει αυτά που αισθάνεται, κι ο άλλος απορεί με το τι μπορεί να έφταιξε κι από την ηρεμία φτάνετε στο τσουνάμι.
Όταν έγινε απόπειρα η ζήλια να εξηγηθεί και ν’ αναλυθεί μέσα από ματιά φιλοσοφική ως προς τον έρωτα, ο ηθικολόγος Latmer υποστήριξε πως είναι «το έγκλημα της σκληρότητας που ακολουθεί τον έρωτα». Την έθεσε δηλαδή ως ένα κομμάτι αναπόσπαστο ανάμεσα σε ανθρώπους που τους δένει ένα συναίσθημα που ξεπερνάει την κοινή έλξη. Αν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε πώς είναι κανείς να βιώνει τη σκληρότητα μέσα στη σχέση του, τότε σίγουρα μπορούμε να μιλήσουμε για ζήλια, καχυποψία και δυσπιστία αναίτια, δηλαδή. Νωρίτερα ο μηχανισμός άμυνάς μας επιτάσσει να προστατεύουμε κάθε τι όμορφο και ντυμένο με συναίσθημα και τη μορφή του ανθρώπου μας, να το προστατεύουμε και να το αναγάγουμε σε κάτι ιερό, που δεν αγγίζεται ούτε βάλλεται.
Τα πράγματα, όμως, είναι απλά. Εφόσον βρισκόμαστε σε σχέση και είμαστε καθαροί, πλάι στον άνθρωπό μας, είμαστε σίγουρα σε θέση να γνωρίζουμε τι δίνουμε, για ποιον σκοπό προσπαθούμε. Όταν βλέπεις πως ο σύντροφός σου στο μυαλό του κατά καιρούς ζει με έναν άλλον άνθρωπο που καμιά σχέση δεν έχει με σένα, ξέρεις πολύ καλά τι είναι. Είναι οι δικοί του δράκοι που όσο κι αν ήθελες να περάσεις στο ψιλό, είναι μπροστά σου και σε προκαλούν να παλέψετε. Το θέμα είναι αν θα συνεχίσεις να ζεις με τον άνθρωπο που αγάπησες, επιλέγοντας να τα βάλεις και με τα θηρία μέσα του ή θα σφυρίζεις αδιάφορα στο όνομα ενός -κατά περίπτωση- love story.