Καιρό σκέφτομαι, στο τέλος της ημέρας, πως πάλι δεν ήμουν όσο καλή θα ήθελα. Δεν πρόλαβα, δε σηκώθηκα νωρίτερα, δεν πήγα πάλι εκείνο το γυμναστήριο που όλο ξεκινάω κι όλο ακυρώνω για τα μάτια του Netflix. Kαι σιγά-σιγά ο κόμπος στο στομάχι έχει πια αιτία και μορφή, είναι το άγχος για έναν προορισμό, άγνωστο ακόμη. Αναρωτιέμαι αν μόνο εγώ φρικάρω έτσι, αν είμαι αχάριστη και βλέπω το άσχημο δέντρο σ’ ένα πανέμορφο κατά τ’ άλλα, δασάκι. Η απάντηση ίσως ανακουφίσει πολλούς, ίσως πάλι κι όχι. Δεν είμαι μόνη, είμαστε πολλοί, με του καθενός τη φρίκη να εμφανίζεται αλλιώς κάθε φορά.
Δε θ’ αναφερθώ σε ρυθμούς ζωής, εξωγενή προβλήματα που μας φουσκώνουν και μας σκάνε, αναλόγως τα κέφια. Το πρόβλημα έγκειται στην κουβέντα με σένα τον ίδιο, που όταν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, -σαν να είναι οι ρυθμίσεις σου έτσι- σπεύδεις να εντοπίσεις τα κακώς κείμενα πρώτα. Γιατί δεν είσαι πιο χαρούμενος; Γιατί δεν έχεις κι εσύ μια σχέση παρά μονάχα τον ανθρωποδιώχτη; Μα γιατί εκείνη την προαγωγή την πήρε ο στριμμένος ο συνάδελφος κι εσύ ξέμεινες με κάτι υπερωρίες για φιλενάδες; Γιατί έτσι, 1-0. Αυτή είναι η κουβέντα με την πάρτη μας, κι είμαι σίγουρη πως βρίσκω πολλούς να κουνάνε καταφατικά το κεφάλι τους πάνω σε αυτές τις γραμμές. Οι επιτυχίες δε βαραίνουν το ίδιο, τα καλά νέα ξεφτίζουν, γιατί -δε βαριέσαι- αύριο ξανά απ’ την αρχή θα τραβήξεις γι’ αυτό που λέμε πραγματικότητα. Έχουμε σοβαρή αδυναμία να εντοπίσουμε τα καλά μας, τις πτυχές της ρουτίνας μας που, αν ονομάζαμε κίνητρο αντί για συνήθεια, τα γρανάζια θα γυρνούσαν λίγο πιο εύκολα.
Δεν είναι πάντα εύκολο να κάνεις δυο βήματα πίσω, ν’ ανασάνεις πιο αργά για να πάρεις χαμπάρι πως όλα κινούνται κι όλα προχωρούν, χωρίς να χρειάζεται να τα παίξεις στα μισά της διαδρομής. Τα λέω για να τα ακούω, αλλά κάτι είναι κι αυτό. Δε γνωρίζω αν κι αυτή τη σκέψη μπορούμε να την βάλουμε στο τσουβάλι του sellf-love, μα ίσως είναι η αρχή για το επόμενο στάδιο. Εσύ να διαμορφώνεις τους ρυθμούς, όχι αυτοί εσένα. Ν’ αποδέχεσαι πως θα υπάρχουν μέρες που δε θ’ αντέχεις εσύ ο ίδιος την παρουσία σου στον χώρο, μέρες που ο εγκέφαλός σου δε θα είναι σε θέση ν’ απαντήσει στο ερώτημα αν ένα κι ένα κάνουν δύο. Να πάψεις πια ν’ ανοίγεις το κινητό βλέποντας στιγμιότυπα από πολύ χαρούμενες ζωές και ξένες ρουτίνες και ν’ αναρωτιέσαι γιατί εσύ δεν μπορείς να τις ζήσεις. Μπορείς κι εσύ, κι εγώ και το τετράγωνο όλο της γειτονιάς, μα δεν είναι ανάγκη να μπορούμε όλοι τώρα, ταυτόχρονα.
Η ζωή μας θα είχε λιγότερη μαυρίλα αν είχαμε συνειδητοποιήσει από νωρίς πως από τον καθένα μας λείπει κάτι, κι αυτό είναι ανάρπαστο, γιατί μας φέρνει ισορροπία. Δε θα έχεις πάντα λεφτά, θα έχεις ευκαιρίες. Δε θα έχεις μονίμως ερωτικές επιτυχίες, μπορεί να μη ζήσεις ποτέ τον πόνο μιας προδοσίας από φίλους όμως. Η κι αντίστροφα, λίγη σημασία έχει. Αν κάτι καλό μπορεί να επιφέρει αυτή η σύγκριση με τον διπλανό που συνήθως μας κάνει ζηλιάρηδες και λίγο μ@λ@κες, είναι να δούμε τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία. Γι’ αυτό που εγώ είμαι ευτυχισμένη, κάποιος άλλος, ίσως στο απέναντι μπαλκόνι τρώει τα σωθικά του. Ο λόγος που κλαις τα βράδια, είναι για έναν ξένο κάτι που δεν ένιωσε ποτέ. Αυτό είναι η απάντηση σε όλα τα ,”γιατί” που στήνεις τον εαυτό σου στον τοίχο περιμένοντας μαγικές λύσεις μετά τα μαστιγώματα. Μάντεψε, δε θα έρθουν.
Δε θα πάψουμε ποτέ να έχουμε προβλήματα, πάντα κάτι θα μας χαλάει τη φάση εκεί που τα έχουμε -σχεδόν- όλα τακτοποιημένα. Αυτό δε σημαίνει πως είμαστε άχρηστοι, πως η ροή δε θ’ αλλάξει ποτέ, ή πως θα φορέσουμε την ταμπέλα του γκαντέμη για να πορευτούμε σ’ αυτή τη ζωή. Όχι μάγκα μου. Αρκετός ήσουν χθες, θα είσαι κι αύριο, μάλλον ακόμη περισσότερο. Αρκεί τα λάθη να εντοπίζονται και να γίνονται αφορμή γι’ αλλαγή, όχι για κλάματα που τα κάναμε σκατά. Καιρός να ξεφύγουμε από αυτές τις μετρήσεις για το πόσο τέλειοι είμαστε, ή όχι, πόσα γαλόνια θα έχουμε στο μπράτσο στο τέλος του μήνα, του χρόνου. Καιρός πια η επιτυχία μας να συνοδεύεται και με το χαμόγελό μας από τη ζωή που έχουμε φτιάξει. Γιατί γι’ αυτήν παλεύαμε, αν κάπου στη διαδρομή χαθήκαμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου