Τραγούδια και μουσικές. Λέξεις που γράφονται και ντύνονται με μελωδία, προκειμένου να ξυπνήσουν μια εικόνα διαφορετική στον καθένα μας, και στο τέλος να καταλήξουμε να τραγουδάμε αγκαλιασμένοι. Κάθε τραγούδι, αν καθίσεις να το αναλύσεις, έχει κάτι να σου πει, βαρυσήμαντο ή όχι. Αναζητώντας, μια μελωδική ερωτική περιγραφή όμως, που με την πρώτη ματιά δεν την καταλαβαίνεις και τόσο πολύ, θα φτάσεις στον Θανάση Παπακωνσταντίνου και το “Σαν παιδί”.

Την πρώτη φορά που το ακούς, δεν αντιλαμβάνεσαι πλήρως πού απευθύνεται, ποια κατάσταση περιγράφει. Είναι όμως πολύ γνώριμη και παρουσιάζεται τουλάχιστον ποιητικά. Γυρνά ξανά στην αγκαλιά της αγαπημένης του, με τη χαρά και την αθωότητα ενός μικρού παιδιού. Η αγνότητα του έρωτα ενός ανθρώπου που τον εξομολογείται ήρεμος και χαρούμενος, ενώ ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του ως “παραδομένο κι απόλυτο”. Nα εξομολογηθείς έτσι ένα συναίσθημα που ποτέ δεν ξεχάστηκε, έναν έρωτα που αν κι έμεινε για κάποιο διάστημα στον πάγο, η αναβίωσή του φαίνεται να γιορτάζεται, να πανηγυρίζεται σαν ένα θείο, πολυπόθητο δώρο.

 

Παραδομένος κι απόλυτος μαζί
Η ανάσα είναι σαν πριόνι
Κόβει το χρόνο και σκορπά
στην άχραντη σιγή
φωτιά και χιόνι

 

Της παραδέχεται με νάζι, πως όσο κι αν χανόταν μακριά της, πάλι σ’ αυτήν γύριζε, σαν παιδί που γυρίζει τρέχοντας στο σπίτι του, το καταφύγιο που χαρίζει ασφάλεια. Ο έρωτας περιγράφεται σαν να μια εικόνα μαγική, όπου δυο σώματα ενώνονται· η σιωπή αλλάζει διάσταση, αποκτά ένα νόημα διαφορετικό, πιο ουσιώδες. Κι όσο της μιλά, όσο φέρνει την εικόνα της στον νου, “η ανάσα είναι σαν πριόνι”. Αρκετά παράδοξο, απίστευτα ρομαντικό να εκφράσεις έτσι τον πόθο, την επιθυμία, την ανυπομονησία να νιώσεις κάτι που νόμιζες πως είχες χάσει. Είτε αυτό ξεκινά από την επανένωση δύο ανθρώπων που έζησαν τον έρωτα, είτε από την απλή εξομολόγηση, πως άλλη γυναίκα δεν ερωτεύτηκε, ούτε θέλησε όσο εκείνη.

 

Αρχαίο κύμα, αρχαία προσμονή
Η ανάσα είναι σαν πριόνι
Κόβει το χρόνο και σκορπά
στην άχραντη σιγή
φωτιά και χιόνι

 

Την παρομοιάζει με γαζέλα ανάλαφρη, γυναίκα που του ήταν αδύνατο να ξεχάσει τη μορφή της, τον τρόπο που οι δυο τους είχαν ερωτευτεί. Είναι η γλυκιά επαιτεία να κερδίσει πίσω την αγάπη της, για άλλη μια φορά. Και για να το πετύχει, της υπενθυμίζει όλους εκείνους τους λόγους που την ερωτεύτηκε τόσο απόλυτα, όλους τους λόγους που το κάθε του φευγιό έκρυβε παιδική αθωότητα, ανοησία ενός ερωτευμένου και παραδομένου. Αυτό δεν κάνουμε άλλωστε και στην πραγματική μας ζωή; Μετά τα λάθη μας, ζητούμε συγχώρεση στο όνομα της αγάπης που τρέφουμε απέναντι σ’ αυτόν που πληγώσαμε. Και ο κύκλος ολοκληρώνεται, κι αν είμαστε λιγάκι τυχεροί, αρχίζει και πάλι, ξανά και ξανά.

Το τραγούδι γράφτηκε από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου το 2011 κι ανήκει στον δίσκο “Ο ελάχιστος εαυτός”. Ερμηνεύτηκε από τον Φώτη Σιώτα. Αν έστω και λίγο γνωρίζει κάποιος το είδος και τη φιλοσοφία της μουσικής του Θανάση, δε θα απορεί με τους στίχους που θυμίζουν ποίημα, ούτε που οι πιο απλές και ρηχές -για εμάς- έννοιες, ντύνονται με χάρη και μας ξεπλένουν την ψυχή. Όσο το ακούς το τραγούδι, σε γλυκαίνει, υμνεί τον έρωτα και τα λάθη του μαζί, τους δίνει διάσταση που υπερβαίνει την ασχήμια και στέκεται στη δύναμη που έχεις εσύ πάνω σε μένα, εγώ σε σένα και πάει λέγοντας.

Η “γυναίκα αμάραντη” στο τραγούδι, είναι αυτή που κάνει τον ερμηνευτή να ικετεύει για την άλλη πλευρά της σελήνης. Ο Σιώτας με το βιολί του ξεγυμνώνει αυτό που κάθε ερωτευμένος ή ερωτευμένη, θα ήθελε ν’ ακούσει. Πως όσα κι αν είναι τα φευγιά, κάπου υπάρχει μαγεία, κάπου οι άνθρωποι ερωτεύονται τόσο πολύ, που η ψυχή τους ομορφαίνει και τραγουδά γι’ αγάπες που φέρνουν τούμπα το σύμπαν ολάκερο. Αχ βρε Θανάση.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου