Σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς η προσδοκία και η αναζήτηση της ευτυχίας παραμένουν κινητήριος δύναμη για τη λήψη αποφάσεων και τη διατήρηση των ανθρώπινων σχέσεων. Εντελώς απλουστευμένα, θα λέγαμε ότι στην ευτυχία, ο καθένας /καθεμία μας , δίνει ένα διαφορετικό ορισμό, ανάλογα με την ηλικία, τα βιώματα, το βαθμό καλλιέργειάς του και το μίκρο-μάκρο περιβάλλον. Ευτυχής θεωρείται ο άνθρωπος που έκανε μια σειρά επιτυχημένων κι αποτελεσματικών επιλογών, οι οποίες κατά κύριο λόγο οδηγούν στην οικονομική ευημερία, τη δημιουργία οικογένειας και την κοινωνική αποδοχή. Η ευτυχία, λοιπόν, συνήθως ορίζεται (σαφώς όντες γελασμένοι) μέσα σ’ ένα σταθερό μοτίβο, σε ένα πλαίσιο ασφαλείας, σύνεσης και συχνά συμβιβασμού. Χωρίς αυτό, αναιρείται περίτρανα μερικές φορές.
Να τελειώσουμε το σχολείο, να μπούμε σε μια καλή σχολή, να βρούμε μια σταθερή δουλειά και στην καλύτερη των περιπτώσεων, να έρθει μια προαγωγή. Παράλληλα με την εργασιακή καταξίωση αναζητούμε τον κινηματογραφικό έρωτα, το πάθος και την αγάπη! Να γνωριστούμε, να ερωτευθούμε, να πάμε 2 ταξίδια, να συγκατοικήσουμε, να παντρευτούμε (να χαρεί και η γιαγιά), να κάνουμε παιδιά. Να τα ανατρέψουμε σωστά, να τρώμε τις Κυριακές με τους παππούδες, να πάμε τον Αύγουστο εκδρομή για τα μπάνια των παιδιών. Περιμένουμε να μεγαλώσουν τα παιδιά, να δώσουν Πανελλήνιες, να μπουν στο πανεπιστήμιο.
Και μεγάλωσαν τα παιδιά. Και στο πανεπιστήμιο μπήκαν. Και δουλειά βρήκαν. Και σπίτι επίσης. Κι ερωτεύτηκαν. Ερωτεύτηκαν πολύ, ώστε να μη μας υπολογίζουν τις Κυριακές τα μεσημέρια. Έτσι, ένα απόγευμα, ίδιο σαν όλα τα προηγούμενα, περπατάμε προς το σπίτι, κρατώντας τις τσάντες με τα ψώνια της οικογένειας. Σκεφτόμαστε τότε που βλέπαμε φίλους μετά τη δουλειά και μας έκαναν χαρούμενους. Τώρα χρόνος δεν υπάρχει. Τότε ήταν ρουτίνα, αυτονόητο. Τώρα μένουν οι μνήμες κι οι αναμνήσεις από περιόδους ευτυχίας. Δεν ξέραμε τότε.
Χτυπάει το κινητό ταυτόχρονα. Αφήνουμε σχεδόν μηχανικά τις τσάντες στο πεζοδρόμιο για να το πιάσουμε. Η βουή του αυτοκινητόδρομου σκεπάζει σχεδόν κάθε ήχο, παρ’ όλα αυτά καταφέρνουμε ν’ ακούσουμε τη μουσική από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο. Καταφέρνουμε να ξεχωρίσουμε τους στίχους “δεύτερη ζωή δεν έχει”. Σφίγγεται το στομάχι. Δεύτερη ζωή δεν έχει. Δεν έχει.
Όλη η γνώση και φιλοσοφία χρόνων καταρρέουν μπροστά στη συνειδητοποίηση. «Δεύτερη ζωή δεν έχει». Χωρίς ερωτηματικό. Δεν έχει. – Εμείς περιμέναμε να ζήσουμε, περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή για να γνωρίσουμε την ευτυχία. Όλα έγιναν σωστά κι οι μέρες πέρασαν. Και τα χρόνια πέρασαν. Κι εμείς στωικά περιμέναμε να έχουμε ελεύθερο χρόνο, να έχουμε τα χρήματα (να βάλουμε κάτι στην άκρη για τα παιδιά), να έχουμε τη διάθεση να τηλεφωνήσουμε στη μάνα μας ή στον φίλο που χάθηκε, γιατί περνάει τα σκοτάδια του. Περιμέναμε να μας πάρουν τηλέφωνο , όπως περίμεναν κι εκείνοι να τους πάρουμε.
Πόσες ευκαιρίες στη ζωή χάθηκαν έτσι; Πόσες εκδρομές δεν έγιναν; Πόσες θεατρικές παραστάσεις των παιδιών μας δεν είδαμε, επειδή είχαμε ραντεβού στο γραφείο; Πόσα καλά κρασιά δεν ήπιαμε, γιατί είναι για «ιδιαίτερες περιστάσεις»; Και τόσα άλλα. Πόσα αφήσαμε και αφήνουμε για την επόμενη μέρα, γελασμένοι ότι έχουμε χρόνο. Πόσο γελασμένοι. Περιμέναμε τόσα χρόνια να ζήσουμε και τελικά δε ζήσαμε. Ήταν ένα ατέλειωτο κυνηγητό της ευτυχίας. Μήπως τελικά περιμένοντας να ζήσουμε, χάσαμε την ίδια τη ζωή;
Κλείνουμε τα μάτια μας κι ώσπου να τ’ ανοίξουμε η ζωή έχει φύγει. Χάθηκε, ενώ εμείς περιμέναμε να είναι όλα ιδανικά για να ζήσουμε. Κορναρίσματα, απότομα φρεναρίσματα και φωνές από τον αυτοκινητόδρομο. Ευτυχώς, τίποτα σοβαρό. Το κινητό χτυπάει ακόμη! Μέσα στην τσάντα χαμός, χαρτομάντιλα, κλειδιά, πορτοφόλι, εισιτήρια, μια μπανάνα για τον δρόμο. Στην οθόνη γράφει εισερχόμενη κλήση “Γραφείο”. Η γραμμή κλείνει. Δεν το προλάβαμε κι αυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου