Με κλισέ μεγαλώσαμε όλοι μας, ας το παραδεχτούμε. Κι αυτό είναι λογικό, γιατί μεγαλώσαμε από γονείς που κι εκείνοι με τη σειρά τους έζησαν σε μια κοινωνία με βαθιά ριζωμένη τη στερεοτυπική κουλτούρα. Με το πρώτο άκουσμα της λέξης “στερεότυπα”, στο μυαλό μας έρχεται η διάκριση των ατόμων βάσει φύλου, θρησκείας, συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ή εθνικότητας. Βλέποντας την καθημερινότητα με το μάτι εξωτερικού παρατηρητή, διακρίνουμε -ειδικά στη μεταcovid εποχή- κατά την οποία εκδηλώθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό, ανθρώπους με ψυχικές ασθένειες ή ακόμη κι έντονο στρες, να μην μπορούν να ενταχθούν στο κοινωνικό πλαίσιο ή να μην λαμβάνουν πιθανότατα την υποστήριξη που θα έπρεπε.
Η αστάθεια της ευρύτερης κατάστασης σε συνδυασμό με την απομάκρυνση των ανθρώπων έφερε στην επιφάνεια προβλήματα που ήταν καλά κρυμμένα, κάτω από τη ρουτίνα και τους ρυθμούς της καθημερινότητας. Η ανάδειξη συμπεριφορών που παρεκκλίνουν από το συνηθισμένο, ώθησε
στην περιθωριοποίηση ατόμων που βιώνουν ψυχικά νοσήματα ή έντονο στρες.
Το σύστημα κοινωνικής περιθωριοποίησης, ως αποτέλεσμα, εκφράζεται ποικιλοτρόπως, κυρίως όμως μέσω της απόρριψης και της αδιαφορίας. Η μη εύρεση εργασίας, ανεξάρτητα από την ακαδημαϊκή μόρφωση των ανθρώπων, αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό, κάτι το οποίο αντανακλά σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ευκαιριών και τη στέρηση βασικών αγαθών ή/και υπηρεσιών για την κοινωνική ευημερία των ατόμων. Οφείλουμε, δυστυχώς, να επισημάνουμε την περιθωριοποίηση συχνά των ψυχικά νοσούντων κι από τις ίδιες τις οικογένειές τους. Οι λόγοι πολλοί και προφανείς! Κυρίως όμως αφορούν στον κοινωνικό στιγματισμό.
Διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές, οι περισσότεροι μπορούμε να ανατρέξουμε σε περιπτώσεις που έχουμε γίνει μάρτυρες συμπεριφορών που σπρώχνουν ανθρώπους με ψυχικές ασθένειες, στρες ή φοβίες, εκτός του κοινωνικού πλαισίου. Γι αυτό λοιπόν, δεν είναι τόσο μακριά από εμάς το πρόβλημα. Μάλιστα είναι πιο κοντά απ’ ότι πιστεύουμε. Ας αναλογιστούμε το ντροπαλό παιδί στην αυλή του σχολείου, που δε σήκωνε τα μάτια από το έδαφος. Ή ακόμη τον συμφοιτητή που με δυσκολία ακουγόταν η φωνή του στο αμφιθέατρο. Τον φίλο μας που χάθηκε για πολλές μέρες, μετά από μια αποτυχία.
Είναι τόσο κοντά μας, ίσως είμαστε κι εμείς εν δυνάμει, άνθρωποι που θα περάσουμε περιόδους σκοτεινές και θα χρειαστούμε στήριξη και υποστήριξη. Σε καμία περίπτωση περιθώριο και μοναξιά! Η αδράνεια είναι αρχή προβλημάτων, που ίσως θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν πάντα υπήρχε στόχος και κινητροδότηση των ατόμων. Αυτή είναι σημαντική παράμετρος και τις περισσότερες φορές θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά- τουλάχιστον για τους ανθρώπους, που έχουν τη δυνατότητα να είναι κοινωνικά ενεργοί. Αν όλοι εμείς, που είμαστε λίγο περισσότερο ανθεκτικοί, λάβαμε βοήθεια, ή μας ήρθαν λίγο πιο βολικά τα πράγματα στη ζωή μας, οφείλουμε να αγκαλιάζουμε τους ανθρώπους που το χρειάζονται, ίσως η καθημερινότητά τους γίνει περισσότερο υποφερτή, ίσως παίξουμε ένα θετικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Μην περιμένουμε να έρθουν εκείνοι σε εμάς. Μπορεί να μην μπορούν. Μάλλον δεν μπορούν. Ας το θεωρούμε δεδομένο αυτό. Να δίνουμε συντροφικότητα, γιατί είναι φάρμακο και γιατρεύει, ή έστω κάνει τα βράδια πιο εύκολα.
Πολλές φορές οι άνθρωποι διαισθανόμαστε το πρόβλημα. Έχουμε δείγματα και συχνά παρατηρούμε μικρές και μεγάλες αλλαγές. Ακόμη κι όταν οι άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια, δεν το συνειδητοποιούν, γιατί το πέπλο της μελαγχολίας ή της απόγνωσης είναι βαρύ. Συχνά φωνάζουν για βοήθεια και προσοχή με τρόπους μη συμβατικούς. Παρατηρούμε, δημιουργούμε τις συνθήκες και μιλάμε, όταν ο άνθρωπος μπορεί και είναι έτοιμος ν’ ακούσει.
Να προτείνουμε, να έχουμε υπομονή, για να γίνουμε φάρος ελπίδας και δύναμης. Μπορεί να είμαστε ο λόγος που ένας άνθρωπος βρήκε δύναμη να σταθεί όρθιος στα δύσκολα. Μεγάλη ευθύνη και βάρος θα μου πεις. Θέλει δύναμη να πεις «Τι σου συμβαίνει; Με νοιάζει αν είσαι καλά.» και να ρωτάμε «τι χρειάζεσαι; Τι μπορώ να κάνω για εσένα;». Δεν είναι όλες οι στιγμές της ζωής μας ίδιες, ούτε εύκολες. Δε θα μπορούμε να δίνουμε πάντα χρόνο, προσοχή κι αφοσίωση, γιατί οι αλλαγές τα απαιτούν αυτά. Κι ο χρόνος πάντα μας κυνηγάει. Αλλά ποτέ δεν ξέρουμε πόσο γεμίζουμε όταν δίνουμε, μέχρι να δώσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου