Έρχεται, αναπόφευκτα, εκείνη η πίκρα μιας τρομερής διαπίστωσης: Πως αφιέρωσες όλη τη ζωή σου σε λάθος πράγματα, τελικά. Πράγματα που είχαν ελάχιστη ή και καθόλου σημασία. Συνειδητοποιείς, εκ των υστέρων, πως ούτως ή αλλιώς η ζωή είναι άνιση με όλους της τους παίχτες και κανείς δεν τη βγάζει καθαρή με όσα και να οπλιστεί από νωρίς. Θάρρος, υπομονή, πίστη κι όλα αυτά τα συναφή.
Κάποτε όλοι θα πέσουμε με φόρα στο πάτωμα και θα θέλουμε το χρόνο μας μέχρι να ξαναστήσουμε τα πόδια μας στη γη με αποφασιστικότητα. Ίσως δεν υπήρξε, τελικά, ποτέ ο παραμικρός λόγος ανησυχίας, πόνου ή πανικού. H ζωή είναι τόσο μικρή και ταυτόχρονα τόσο αλήτισσα, που το μόνο που της αξίζει είναι να την κοιτάμε στα μούτρα με θράσος και μάλιστα μεγάλο. Το παράπονο, ο πόνος, οι κρίσεις πανικού είναι όλα τόσο μικροσκοπικά μπροστά στην αιωνιότητα της ζωής –ή καλύτερα– της ψυχής μας.
Ήτανε όλα μπροστά στα δύο σου μάτια κι εσύ, τυφλέ μου, κοίταζες αλλού. Σε ρούφηξε η άτιμη η μαύρη τρύπα. Δεν έβλεπες τι συνέβαινε; Κάθε μορφή ζωής και κάθε στιγμή σου άνηκε. Κάθε χαμόγελο. Κάθε αγκαλιά. Κάθε φιλί. Κάθε ξημέρωμα και κάθε ηλιοβασίλεμα ήταν δικό σου. Είχες τα μάτια να το δεις; Τα κότσια να το ζήσεις; Την ψυχή να το αισθανθείς; Η μήπως η ψυχή σου συρρικνώθηκε απ’ το χάος μιας ανείπωτης πραγματικότητας που επικρατεί χρόνια τώρα;
Ξέρω, πάντα κάτι σε βασάνιζε εσένα. Ένα παρελθόν, ένας χαμός, μια πάλη με τον εαυτό σου, μια άλλη πάλη με τον κόσμο ίσως. Αυτή που είχες από μωρό να αντιμετωπίσεις. Σκοτείνιαζε συχνά το βλέμμα σου και το διέκρινα. Σε ακολουθούσε πάντα μια διαρκής εξάντληση. Αν δεν στο έλεγε ο κόσμος, στο έλεγε με θράσος ο καθόλου ευγενικός καθρέφτης σου. Αντικατόπτριζε τους δύο μαύρους κύκλους να σχηματίζονται πάντα κάτω απ’ τα μεγάλα σου μάτια. Ξεγελούσες συχνά τον εαυτό σου λέγοντάς του πως δύο μεγάλα μάτια θα έχουν δει προφανώς πολλά και θα ’ναι απλά κουρασμένα απ’ την κατάντια και την ασχήμια του κόσμου. Δυο μεγάλα μάτια θα έχουν χωρέσει πολλά και γι’ αυτό χρειάζονται απλά ξεκούραση. Αυτό είναι όλο.
Η αλήθεια είναι, όμως, πως πάλι δεν κοιμήθηκες χτες βράδυ. Πάλευες με τα μαξιλάρια σου για ώρες. Πάλι σου κάνανε αρμένικη βίζιτα οι δαίμονές σου με μια ανεξήγητη οικειότητα που εσύ τους επέτρεψες να έχουν. Κι απορώ με σένα. Απορώ που ακόμα δεν κατάλαβες πόσο δυνατός είσαι και πώς μπορείς να τους τρομάξεις να πάνε στο διάολο μια και καλή.
Η αλήθεια είναι πως πάλι έβαλες τα κλάματα για όλα εκείνα που σε βασανίζουν καιρό και που δεν μπορείς να ελέγξεις γιατί δεν περνάνε απ’ το δικό σου χέρι. Μακάρι να περνούσαν. Για όλα εκείνα που έζησες και ζεις και που κανείς δεν ξέρει ή δεν έκατσε να μάθει. Γιατί να μάθει, άλλωστε; Τι θα κερδίσει; Μάλλον εσύ θα χάσεις απ’ την εικόνα του ατρόμητου και δυνατού που πρέπει να δείχνεις στον κόσμο. Έτσι δε σε έμαθαν; Τουλάχιστον στον εαυτό σου να λες αλήθειες.
Κουράστηκες. Σε καταλαβαίνω. Δεν ξέρεις κι εσύ μέχρι πού φτάνει η ταλαιπωρία. Μέχρι πού αντέχει ένα σύστημα. Μέχρι πού το παλεύει και δεν τα τινάζει όλα στον αέρα για μια φυγή χωρίς επιστροφή. Κι απορώ μαζί σου που δεν το τολμάς. Τόσα έχεις ζήσει κι άλλα τόσα έχεις τολμήσει. Σε αυτό γιατί κολλάς; Ξέρω, θα μου πεις «Η πόλις θα σε ακολουθεί». Το αγαπημένο σου ποίημα που αποστήθισες απ’ έξω στο λύκειο. Αυτό που έπεσε και στις εξετάσεις και τα πήγες περίφημα. Να είχε ποτέ σημασία η άριστη απόδοσή σου στα κείμενα; Ίσως και να είχε. Ίσως έτσι μπορείς να εκφράσεις κι εσύ τα δικά σου. Ίσως κάποιος που σε διαβάζει να ξέρει για ποιο ευλογημένο πράγμα μιλάς. Ίσως έτσι δεν είσαι μόνος.
Να ξεσπάς με έναν τρόπο. Γιατί ποιος έχει το χρόνο και τη διάθεση να σε ακούσει στο κάτω-κάτω; Να ασχοληθεί μαζί σου όταν τον απορροφά ολοκληρωτικά ο εαυτούλης του; Να δει τι κρύβεται πίσω από δύο συνεχώς κουρασμένα –μα όμορφα, αν κοιτάξεις βαθύτερα– μάτια; Κι αν βρεθεί κάποιος τέτοιος πόσο νομίζεις θα κάτσει; Όσο κρατάει ένα τσιγάρο; Τι να σου κάνει μόνο αυτό; Άσε καλύτερα. Εσύ θέλεις να ‘σαι όλα τα τσιγάρα του. Σε ξέρω. Καλύτερα έτσι, λοιπόν.
Κουράστηκα, δε θα προσποιηθώ άλλο. Δεν αγαπούσα ποτέ τα καρναβάλια κι όμως τα τιμώ κάθε μέρα με διάφορες μάσκες. Πολλές φορές θέλω να κάνω τη μαγικά να μεταμορφωθώ σε ένα όν χωρίς τόσες υπέρμετρες ευαισθησίες. Να αράξω, που λένε. Να μη νιώθω τόσο έντονα. Να μην ανησυχώ για σχεδόν τίποτα. Ν ‘μαι επιπόλαιη, ρε παιδάκι μου. Τι ωραία λέξη κι αυτή για να μην τη γνωρίζω. Επιφανειακή ακόμα. Να απαλλαγώ αυτό το εύθραυστο υλικό από πάνω μου. Να μην κουράζομαι μόνη μου. Να ‘μαι μια άλλη. Αυτό. Μια εντελώς άλλη.
Να μη με νοιάζει παρά μόνο το τομάρι μου, η πάρτη μου. Γίνεται; Δε γίνεται. Έτσι είμαι εγώ. Έτσι ήμουν κι έτσι θα ‘μαι. Το χώνεψα. Να νοιάζομαι για όλα και για όλους. Να μην κοιμάμαι απ’ τις αναμνήσεις. Να με στοιχειώνουν ερωτηματικά. Να ‘χω το φόβο μη χάσω και κάποιον άλλον από εκείνους που έφυγαν απ’ τη ζωή και τους άλλους που επέλεξαν να μην είναι πια μέρος της. Να πιέζομαι. Να βυθίζομαι. Να επιβιώνω, όμως. Είναι αυτό αρκετό; Μιας και λέμε αλήθειες, η επιβίωση είναι αρκετή;
Κι αν δεν ήμουν έτσι κι ήμουν αλλιώς; Ίσως να μην ήσουνα τόσο σοφός, τόσο προσγειωμένος, τόσο –τέλος πάντων– εσύ! Ίσως. Δεν ξέρω ακριβώς ποια είναι η αλήθεια. Η διαδρομή σου σε έπλασε και σε έκανε αυτόν που είσαι. Όπως και να ‘χει, αυτή είναι η ιστορία σου, η αλήθεια σου. Να την αγαπάς και να μην την αρνηθείς ποτέ. Στον εαυτό σου να λες μόνο αλήθειες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη