Εκείνη τη νύχτα έπιασα τον εαυτό μου να απορεί μαζί μου. Να εκστασιάζεται σχεδόν για την ακρίβεια. Πώς τα κατάφερε και βρήκε τα βήματα να φτάσει ως την πόρτα του σήμερα. Να φτάσει ως την πόρτα του σπιτιού κι απόψε. Να τη χτυπήσει –με θάρρος ή και θράσος– αποφασιστικά και πάνω από πέντε φορές. Χωρίς να τον νοιάζει ποτέ η απάντηση. Μπαίνοντας κι απ’ την ξεκλείδωτη πόρτα της κουζίνας, αν χρειαστεί.
Γινάτι που το έχει ο εαυτός μου να μη μένει στάσιμος ακόμα κι όταν η ίδια η ζωή αποφασίζει να κάνει διάλειμμα. Λες και σε απαλλάσσει απ’ τα καθήκοντα. Για εκείνα τα ένστικτα της επιβίωσης μιλάω. Όταν αράζει φαρδιά πλατιά κι αφήνει όλους εμάς να πασχίζουμε να ξεμπερδέψουμε κάθε λογής κουβάρι της κι αυτή θεατής, στον κόσμο της.
Πολλές νύχτες σαν κι αυτή σκέφτομαι: «Μη γράψεις απόψε, δε θα βγάλεις άκρη» κι όταν τελικά το κάνω λύνεται το χέρι μου κι ο κόμπος στο στομάχι μαζί. «Δε θα καταλάβει κάνεις τίποτα. Θα σε πάρουν για τρελή. Μην κάνεις λέξεις τον πόνο. Μην εξηγείς». Λες κι ο κόσμος νοιάστηκε.
Κι, όμως, αυτές οι αλήθειες μου πρόχειρα γραμμένες μέσα σε κάτι στολισμένα τετράδια υπερπαραγωγή που τα ρουφούσε το μελάνι της ψυχής μου, είναι που με κράτησαν και με περπάτησαν μέχρι εδώ σήμερα κι όχι ο κόσμος. Όχι ο κόσμος σας. Ο κόσμος που κρίνει κι αυτός που νοιάζεται μόνο για το συμφέρον του.
Ο κόσμος μου, ο εαυτός μου παρέα με αυτά που γράφω δεξιά κι αριστερά, τόσο καιρό. Και μια χαρά τα καταφέραμε. Βλέπεις, ακόμα κι όταν όλα πάνε στραβά και νιώθεις τις καταστάσεις σαν απειλές και τον εαυτό σου σαν εχθρό, αυτός τσακίζεται, τρέχει και φοράει τη μάσκα του υπερήρωα για να σε σώσει ακόμα μια φορά, να αναγεννήσει στις στάχτες σου, να χαράξει νέα πορεία στο αδιέξοδο που πήγες και χάθηκες. Γιατί μόνο εσένα έχει. Κανέναν άλλον. Και το ξέρει αυτό καλά κι ας κάνει κάποτε τα στραβά μάτια.
Αν θες τη γνώμη μου, εγώ λέω πως ο εαυτός μου, ο εαυτός σου κι ο κάθε εαυτός, ξέρει. Γνωρίζει. Διαισθάνεται. Αφουγκράζεται. Ξέρει πότε θα πέσει. Νιώθει πότε δεν πάει άλλο. Πότε το σχοινί που ακροβατεί τεντώνει, πότε ο κλοιός σφίγγει, πότε οι αντιστάσεις εξαντλούνται κι ο χρόνος του εκπνέει.
Καταλαβαίνει πότε πρέπει να το παίξει σκληρό καρύδι, ακόμα κι όταν απέχει κατά πολύ από κάτι τέτοιο. Ξέρει πότε χρειάζεται ενισχύσεις. Γνωρίζει πότε και με ποιο τρόπο θα σε μαζέψει. Πώς Θα σε συνεφέρει μέχρι τα παρακάτω. Τι κόλπα θα επιχειρήσει μέχρι να σε βάλει πίσω στη θέση σου. Να βάλει πίσω στη θέση τους τα ματωμένα φτερά σου. Να σε σώσει.
Από τότε που ξεκίνησε αυτή η ιστορία δεν έχω περάσει τόσες πολλές ώρες με τον εαυτό μου παρέα. Να του εξηγώ. Να του βάζω όρους. Να μου φέρνει αντιρρήσεις. Να ξεσπά. Να του σκουπίζω τα δάκρυα. Να τρελαίνεται μέσα σε κάτι τείχους, κάτι άγριες μοναχικές ώρες σαν κι αυτές. Να τον τιθασεύω. Μια κόντρα που κρατά μέχρι κι απόψε. Μέχρι κι αυτή τη στιγμούλα. Κι όμως πάντα τα καταφέρναμε και βγαίναμε ισοπαλία.
Ποτέ δε χρειαστήκαμε διαιτητή. Δε θέλαμε τρίτους. Όλο αυτό το χειριστήκαμε άρτια οι δυο μας, σε μια αμφίδρομη, ανιδιοτελή σχέση αυταγάπης κι αυτοσεβασμού. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Έτσι ξεκινησε κι έτσι θέλαμε να τελειώσει.
Έξαλλου, στο δικό μας παιχνίδι δεν υπήρχαν όροι, χρονικά περιθώρια ούτε κανόνες. Πώς θα μπορούσαμε να μπλέξουμε κι άλλους σε όλο αυτό; Πώς να τους χρεώναμε ένα τέτοιο μπάχαλο; Ήταν –αν θες– κι επιλογή μου -επιλογή μας μάλλον.
Θα υπάρξουν αναπόφευκτα, λοιπόν, μέρες που θα τις διανύσεις παρέα με τον εαυτό σου. Αυτή δεν είναι, ωστόσο, η αλήθεια σου. Υπάρχουν άνθρωποι αυθεντικοί κι αληθινοί με το άλφα κεφαλαίο. Σε θέλω, όμως, να αντέξεις και να περνάς καλά για όσο σκοπεύει αυτή η αλήθεια να κρατήσει.
Να πέφτεις και να ορθοποδείς. Να αγωνίζεσαι χωρίς να λιποτακτείς. Και κοιτά να μην κρατάς στον εαυτό σου κακία. Πάντα να τον προχωράς. Γι’ αυτά που κατάφερε και για εκείνα που άφησε στη μέση, δεν είσαι δα κι από πέτρα, καιρός να απομυθοποιήσεις λίγο την ανθρώπινη φύση σου, δε νομίζεις;
Καλά τα πήγες. Χαμήλωσε τώρα τον πήχη κι ύψωσε το ηθικό. Υποσχέθηκες να σε προσέχεις. Θυμάσαι; Κλείσε τώρα τα φώτα. Φτάνει με τα λόγια.
Κουράστηκαν κι οι λέξεις. Αγκάλιασε την προσπάθεια που κατέβαλες και σήμερα. Χώσου στο στρώμα σαν να ξεγλιστράς για λίγο απ’ τη ζωή. Σκέπασε τη γύμνια σου τώρα που έβγαλες τη μάσκα. Ξέρω πως για σένα τα πράγματα δεν ήρθαν εύκολα και το ζόρι έγινε συνώνυμο της μέρας σου. Της κάθε μέρας σου. Όμως τόσο καιρό που σε κάνω παρέα, ένα έχω καταλάβει κι εντυπωσιάζομαι, δε σου κρύβω: δεν τα παρατάς ποτέ, βρε εαυτέ, και σου βγάζω το καπέλο, υποκλίνοντας με θαυμασμό στη μαγκιά σου.
Αυτός είσαι εαυτέ μου. Στ’ αλήθεια σε παραδέχομαι! Για την ώρα, κάνε μερικά όνειρα να ‘χεις για καβάντζα. Δεν ξέρεις πότε θα λυθούν τ’ αναθεματισμένα ξόρκια. Πότε τ’ άγια θαύματα θ’ αρχίσουν να συμβαίνουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη