Όμως κοίτα μπαμπά που είχες δίκιο τελικά,
δεν ειν’ τα πράγματα πάντα τόσο απλά,
κι όταν πάνε στραβά εγώ κοιτάω ψηλά
και σου χαμογελάω μπαμπά…

Άλλο ένα βράδυ που πέφτω στο κρεβάτι και ο Μουζουράκης παίζει στο repeat. Βλέπεις μπαμπά, οι μέρες κυλούν. Η ρουτίνα και η καθημερινότητα με κάνουν να ξεχνιέμαι, όμως, το βράδυ που ξαπλώνω όλα είναι εκεί μαζί με την απουσία σου. Περνά ο καιρός μπαμπά. Περνά κι εσύ δεν είσαι εδώ. Πότε πέρασαν τόσοι μήνες; Ο χρόνος τρέχει, αλλά δε σε φέρνει πίσω.

Είχες δίκιο τελικά, τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά κι εσύ δεν είσαι εδώ να σου μιλήσω, να με συμβουλέψεις, να με μαλώσεις. Με πληγώνει ο κόσμος, μπαμπά. Με τρομάζει. Δεν είναι οι άνθρωποι όπως ήσουν εσύ. Κι όπως μεγάλωσες εμάς. Με καλοσύνη, αγάπη για όλους και χαμόγελο. Εκμεταλλεύεται ο κόσμος, μπαμπά. Κάποιες φορές δε νιώθει κι άλλες δεν τον πολυνοιάζει. Εσύ το ήξερες. Το έζησες, αλλά δεν έπαψες ποτέ να κάνεις καλό στους άλλους χωρίς να σε νοιάζουν οι επιπτώσεις. Και μας το έκρυβες, όσο κι αν μας συμβούλευες να προσέχουμε τους γύρω μας και να μην εμπιστευόμαστε εύκολα. Βλέπεις, δεν ήθελες τα κοριτσάκια σου να πληγωθούν.

Έλα, όμως, που πληγωθήκαμε. Μια και καλή. Όταν σε χάσαμε μπαμπά. Έφυγες νωρίς κι ούτε που προλάβαμε να καταλάβουμε πώς και γιατί. Μακάρι να γινόταν κάτι μαγικό και να ήταν όλα ένα ψέμα. Να σε δω να ετοιμάζεσαι για τη δουλειά με τη φόρμα εργασίας σου και να κάνεις φασαρία, ενώ εμείς θα σου φωνάζουμε που μας ξυπνάς με θόρυβο τόσο πρωί. Να σε δω να γυρίζεις από τη δουλειά κάθε φορά που ακούω από μακριά τον ήχο του αυτοκινήτου σου που πλησιάζει στο σπίτι μας. Στο σπίτι μας, μπαμπά. Αυτό που με τόσο κόπο και ιδρώτα έφτιαξες μόνος σου. Να σου βάζω το φαγητό σου και να σε μαλώνω που αλλάζεις τα κανάλια της τηλεόρασης και αφήνεις να παίζει το πιο άκυρο, εκείνο με το τηλεμάρκετινγκ.

Θυμάσαι τα γέλια που κάναμε με όλες τις χαζομάρες που μας έλεγες; Τα ταξίδια που πηγαίναμε; Θυμάσαι τα σκυλάκια μας, μπαμπά; Μέχρι κι αυτά σε ψάχνουν. Θυμάσαι όσα μας συμβούλευες και πάντα σου έλεγα «Αμάν, πάλι τα ίδια; Αφού τα ξέρω». Α ρε μπαμπά. Το να σε θυμάμαι και να σου μιλώ είναι εύκολο. Το κάνω κάθε μέρα. Η στεναχώρια και ο πόνος που τα συνοδεύει, όμως, στη σκέψη ότι δε θα σε ξαναδώ ποτέ δε συνηθίζονται.

«Κοίτα μπαμπά, είμαι καλά, πάει καλά η δουλειά, έχω στην άκρη λεφτά και στον τοίχο ούτε μια κουτουλιά», το τραγούδι συνεχίζει να αντηχεί στα αυτιά μου. Πάει καλά η δουλειά μπαμπά! Αλλάζω τόπο εργασίας. Εκεί που σε έπρηζα από μικρή πως θα πάω και με κορόϊδευες -πάντα με αγάπη. Ξέρω πως χαίρεσαι από ψηλά με τη χαρά μου, δεν είναι το ίδιο όμως όπως όταν την μοιραζόμασταν παρέα. Πόσα έχεις χάσει από τις ζωές μας και πόσα θα χάσεις ακόμη. Όσα κι αν ζήσαμε. Τα εγγόνια σου μεγαλώνουν και σε ψάχνουν. Κι έρχονται κι άλλες σημαντικές στιγμές μπαμπά.

Έφυγες, ξαφνικά. Χωρίς αντίο. Γιατί μπαμπά; Τουλάχιστον πήρες πολλή αγάπη από εμάς και από τους πραγματικούς σου φίλους. Αν και η πικρία που πήρες από πολλούς ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Δε σε πείραξε ποτέ όμως. Γιατί, είχες εμάς. Είχες μια ευτυχισμένη, αγαπημένη και όμορφη οικογένεια κι αυτό σου έφτανε. Έφτανε για να πάρει μακριά όλες τις έγνοιες και τις σκοτούρες σου.

Συγγνώμη, μπαμπά. Συγγνώμη αν κάποια στιγμή δεν κατάλαβα όσα περνάς και ίσως άθελα μου σε κατηγόρησα ή σου φώναξα. Συγγνώμη για όλες τις φορές που δε σε άκουγα και σε εκνεύριζα με τις πράξεις μου. Συγγνώμη που δε σε αποχαιρέτισα. Συγγνώμη που δεν ήμουν εκεί. Που δεν σε αγκάλιασα μια τελευταία φορά. Βλέπεις, δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα μας αφήσεις. Στα μάτια μου ήσουν πάντα ο ακούραστος, άτρωτος super ήρωας που δούλευε καθημερινά. Αυτός που με έπαιρνε μαζί του στα ταξίδια της δουλειάς, που ανέβαινα από μικρό παιδί μαζί του στη σκεπή για να τον βοηθήσω και είχε πάντα ενέργεια και ζωντάνια. Τραγουδούσε, φώναζε και δε σταματούσε λεπτό.

Ξέρω ότι με καταλαβαίνεις κάθε φορά που τα σκέφτομαι κι ότι με ακούς όταν σου μιλάω. Γι’ αυτό μιας και μ’ ακούς άλλο ένα βράδυ, να ξέρεις ότι ήσουν, είσαι και θα είσαι πάντα ο super ήρωας μου. Ο βασιλιάς μου. Μακάρι να σταθώ τυχερή και να βρω στο μέλλον κάποιον αντάξιό σου. Πώς να συμβιβαστώ με κάτι λιγότερο απ’ όσα ήσουν εσύ;

Δε χρειάζεται να σου πω πόσο σ’ αγαπάμε και ότι δε σε ξεχνάμε λεπτό. Αυτό το ξέρεις, το βλέπεις από εκεί ψηλά. Μας βλέπεις σε όλα όσα σε αναφέρουμε, σε όλα όσα έχουμε δίπλα μας για να μας θυμίζουν εσένα. Είσαι οι στιγμές μας, οι αναμνήσεις μας, τα γέλια μας, μπαμπά. Είσαι το σπίτι μας και πάντα θα είσαι.

«Γιατί κοίτα μπαμπά αυτά τα τρία κλαδιά που κρατάει σφιχτά η μαμά, θα ανθίσουν ξανά, έχουνε ριζά βαθιά στο όνομα σου μπαμπά.».

Θα ανθίσουν γιατί ελπίζουμε και παλεύουμε μπαμπά. Είμαστε καλά. Για τη μαμά. Τη φροντίζουμε, μην ανησυχείς. Σε αφήνω μπαμπά. Βροχή τα δάκρυά μου, μούσκεψαν το μαξιλάρι και πρέπει να κοιμηθώ.

Κι όταν πάνε στραβά, παίρνω ανάσα βαθιά και σου χαμογελάω μπαμπά
Φιλιά απ’ τη μαμά
Αντίο μπαμπά

Συντάκτης: Γεωργία Ιορδανοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.