Το καλοκαίρι πέρασε, οι εποχές αλλάζουν κι ο Χειμώνας μάς χτυπά σιγά-σιγά την πόρτα. Κι αν δεν ανήκεις στους φανατικούς λάτρεις του Χειμώνα, σε εκείνους που τον περιμένουν πώς και πώς ενώ απεχθάνονται τον ήλιο και τη ζέστη, τότε σίγουρα διάφορα αρνητικά συναισθήματα σε κατακλύζουν.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού με την αλλαγή των εποχών «πέφτει ψυχολογικά», αφού έρχεται αντιμέτωπο με πληθώρα συναισθημάτων, όπως η θλίψη, ο θυμός, η έλλειψη ενέργειας και διάθεσης για οποιαδήποτε δραστηριότητα και σε ακραίες περιπτώσεις η κατάθλιψη. Εδώ λοιπόν κάνει την εμφάνισή της η επονομαζόμενη «εποχιακή συναισθηματική διαταραχή».
Πλήττει τους ανθρώπους κυρίως κατά το φθινόπωρο και τον χειμώνα και ελαττώνεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τα μειωμένα επίπεδα ηλιακού φωτός -ιδιαίτερα σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τον ισημερινό- διαταράσσουν τις ισορροπίες στον οργανισμό. Η διαταραχή αυτή περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από το αίσθημα πως είσαι down λόγω μικρής διάρκειας της ημέρας. Για την ακρίβεια, τα άτομα βιώνουν έντονα κι επίπονα αισθήματα όπως η θλίψη, ο θυμός, η ψυχοκινητική επιβράδυνση και η υπερυπνία. Ακόμα, δεν έχουν διάθεση για οποιαδήποτε δραστηριότητα ενώ προκαλείται έντονη όρεξη για φαγητό και ιδιαίτερα για κατανάλωση υδατανθράκων, η οποία συχνά συνοδεύεται από ασυνήθιστη αύξηση βάρους, ενώ σπανιότερη είναι η έλλειψη όρεξης για φαγητό που οδηγεί σε απώλεια βάρους.
Η πρώτη υπόθεση για την εποχιακή συναισθηματική διαταραχή είναι πως φταίει η μικρή περίοδος έκθεσης στον ήλιο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Μια βιοχημική ανισορροπία προκαλείται στον εγκέφαλο λόγω της μικρότερης διαρκείας της ημέρας και της έλλειψης φυσικού φωτός. Μάλιστα, έπειτα από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε άτομα με την εν λόγω διαταραχή αναδείχτηκαν οι θεραπευτικές ιδιότητες του φωτός, αφού η τρίωρη έκθεσή τους στον ήλιο οδήγησε σε σημαντική βελτίωση της διάθεσή τους (Potkin, Zetin, Stamenkovic, Kripke & Bunney, 1986). Ωστόσο, μελέτες που ακολούθησαν έδειξαν ότι η έκθεση και μόνο δεν αρκεί για την αντιμετώπιση και την ίαση της διαταραχής.
Σημαντικός είναι και ο ρόλος της μελατονίνης, τα επίπεδα της οποίας διαταράσσονται λόγω της νόσου. Η συγκεκριμένη ορμόνη αποτελεί κύριο ρυθμιστή του ύπνου, αφού μέσω αυτής ο οργανισμός ξέρει πότε πρέπει να κοιμηθεί και πότε να ξυπνήσει. Παρόμοια διαταραχή στην ισορροπία της εμφανίζει και η σεροτονίνη, νευροδιαβιβαστής που σχετίζεται με τη διάθεση, την όρεξη και τους ρυθμούς μας, αφού τα επίπεδά της είναι χαμηλότερα τον χειμώνα από το καλοκαίρι.
Οι θεωρίες είναι πολλές, η τάση του ανθρώπου όμως να αλλάζει τρόπο συμπεριφοράς και διάθεση ανάλογα την εποχή διαφέρει από άτομο σε άτομο. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τα συμπτώματα μιας τέτοιας διαταραχής και να τα αντιμετωπίζουμε πριν επιδεινωθούν. Καμιά φορά δεν πρόκειται για «κακοκεφιά» αλλά για κάτι περισσότερο, επώδυνο και δύσκολο.
Επιδιώκοντας την ενασχόλησή μας με ευχάριστες δραστηριότητες που μας κρατούν ενεργούς, βελτιώνουμε τόσο τη διάθεσή μας όσο και την αρνητικότητα που προσπαθεί να μας καταβάλει και να μας κάνει να χάσουμε την όρεξή μας για ζωή. Μια βόλτα στην ύπαιθρο όταν ο καιρός είναι ηλιόλουστος, η τακτική σωματική άσκηση, η υγιεινή διατροφή αλλά και ο σταθερός κύκλος ύπνου μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά.
Από την άλλη βέβαια υπάρχουν κι άλλοι τρόποι αντιμετώπισης της συγκεκριμένης διαταραχής είτε μέσω ψυχοθεραπείας, είτε μέσω φαρμάκων. Συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ έχει εγκριθεί αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή με βουπροπριόνη. Μια άλλη μέθοδος θεραπείας είναι μέσω ενός κουτιού φωτός. Τα κουτιά αυτά «μιμούνται» το φυσικό υπαίθριο φως εκπέμποντας ένα υπεριώδες φως ευρέος φάσματος, ενώ αρκεί μισή ώρα έκθεσης κάθε πρωί, με το κουτί σε απόσταση 30-60 εκατοστών. Η ένταση του κουτιού φωτός καταγράφεται σε lux που είναι το τυποποιημένο μέτρο της ποσότητας του φωτός που εκπέμπεται από μια πηγή φωτός, ενώ η ένταση φωτός που συνίσταται είναι 10.000 lux.
Οι εποχές μπορεί να μην μπορούν να αλλάξουν, στο χέρι μας, όμως, είναι να αλλάξουμε τον τρόπο που τις αντιμετωπίζουμε. Άλλωστε μην ξεχνάς πως «την άνοιξη αν δεν την βρεις, την φτιάχνεις».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.