Για όσους από μας παρακολουθούμε εκκλησιαστικά δρώμενα με έναν μυστηριακό σεβασμό, ίσως από απόσταση αλλά πάντα με μια καρδία σιωπηλής συμμετοχής, δεν υπάρχει τίποτα πιο θαυμαστό και μυστήριο από την επιλογή κάποιων συνανθρώπων μας να φορέσουν το σχήμα του μοναχού.

Στο μυαλό μας η ιδέα και μόνο ενός ανθρώπου που εγκαταλείπει την ζωή για το μονοπάτι της πίστης μοιάζει μια κραυγή απελπισίας, όμως αρκεί μια μικρή συζήτηση με κάποιον μοναχό για να γνωρίσεις μια ισορροπημένη προσωπικότητα που ακολουθεί με την ίδια του την ζωή ένα όνειρο. Ακριβώς όπως κάθε επαναστάτης.   

Πάντα φυσικά αναφερόμαστε σε όσους ακολουθούν αυτό το δρόμο ουσιαστικά μέσα από τα επίσημα κανάλια της εκκλησίας και όχι σε τυχάρπαστους τσαρλατάνους που αγοράζουν ένα ράσο και υποδύονται τον μοναχό.  

Υπάρχει ένας νόμος στη ζωή τούτη. Για να ζήσει κάτι, πρέπει κάτι άλλο να πεθάνει. Όσος σκληρός κι αν ακούγεται αυτός ο νόμος , αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό αξίωμα της ζωής. Για να ζήσει ο άνθρωπος, ζώα και φυτά πρέπει να πεθάνουν, για να ζήσει η γνώση πρέπει άνθρωποι να αφιερώσουν την ζωή τους στην διατήρησή της , για την επιστήμη, για την ειρήνη, για την ελευθερία. Το αίμα είναι προϋπόθεση για κάθε τι καλό, όσο στενάχωρο και αν ακούγεται. Είναι αλήθεια.

Για να ζήσει η εκκλησία του Χριστού απαιτείται θυσία. Στην αρχή χιλιάδες πιστοί θυσιάζονταν στα λιοντάρια, γίνονταν ζωντανές λαμπάδες για τους κήπους του Ρωμαίου αυτοκράτορα, διώκονταν. Υστέρα οι χριστιανοί παρακαλούν το Θεό να σταματήσει τη θυσία του αίματός τους. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας γίνεται στα Μεδιόλανα ο Άγγελος του Θεού και σταματά την αιματοχυσία με το διάταγμα της ανεξιθρησκίας.

Όμως ο νόμος εξακολουθεί να υπάρχει, οι χριστιανοί πρέπει να ποτίζουν το δέντρο της εκκλησίας με ζωές. Έτσι γεννιούνται οι μοναχοί, ο λευκός δρόμος της ασκητικής ζωής αντικαθιστά τον κόκκινο δρόμο της θυσίας. Άνθρωποι ζωντανοί νεκροί, απαρνούνται τις πρόσκαιρες χαρές της ζωής υπηρετώντας την εκκλησία μας. Με τα μάτια καρφωμένα στο θάνατο εξυπηρετούν το ελάχιστο των απαιτήσεων της ζωής, λίγη τροφή και συντροφικότητα μικρών ομάδων. Ο έρωτας, η διασκέδαση, απόλαυση της στιγμής γίνονται για εκείνους, άντρες και γυναίκες, περιττές πράξεις σε μια ούτως η άλλως προδιαγεγραμμένη πορεία με μόνο προορισμό το θάνατο.

Μα αξίζει η ζωή χωρίς αυτές τις χαρές, θα έλεγε κάποιος. Αυτός ο κάποιος όμως μάλλον, θα ήταν μικρός και άπειρος. Η ζωή είναι μεγαλύτερη απ’ αυτό που βλέπουν τα μάτια μας και ακούν τα αυτιά μας και για κάποιους από εμάς ευρύτερη ακόμα και από τον θάνατο. Γι’ αυτούς και μόνο γι’ αυτούς που δάμασαν το φόβο της απώλειας του χρόνου έχει ένα νόημα, αλλιώς είναι μια ματαιότητα. Μια ζωή πετάμενη στα σκουπίδια, χωρίς ούτε ένα φιλί ή ένα χάδι.  Όμως ο χρόνος που κυλά ασταμάτητος και μας τρομάζει όλους η ώρα που θα τελειώσει, για κάποιους δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Μια περίοδος όπου η ψυχή μας καλείται να μάθει να ξεχωρίζει το καλό απ’ το κακό και η πραγματική ζωή θα αρχίσει όταν το μάθημα αυτό τελειώσει.

Αυτοί είναι οι μοναχοί. Σημερινοί υπηρέτες ενός κόσμου που θ’ αρχίσει αύριο, με μόνο τρία πράγματα από τον σημερινό, μάταιο κόσμο στις αποσκευές τους. Την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη.

Τι είναι ο έρωτας με όλα του τα σκιρτήματα και τις ηδονές που διαφημίζει, μπροστά στην ελπίδα  ότι κάποιος άλλος θα μας νιώσει σαν κομμάτι της καρδιάς του; Και πώς να σταθεί το φιλί ή το χάδι μπροστά στην πίστη ότι κάποιος άλλος άνθρωπος θα μας φροντίσει σαν να είμαστε το ίδιο το κορμί του; Κι υστέρα η αγάπη, εκείνη η ουσία που ενώνει την καθημερινότητα του καθενός μας, την πεζή λιτή καθημερινότητα με τον παράδεισο; Μονάχα όταν αγαπάμε είμαστε τα πλάσματα που ονειρεύτηκε ο Θεός να προστατέψει με τον σταυρό του.

Και η δική μας ζωή για τα ίδια τρία πράγματα μας προετοιμάζει, απλώς με διαφορετικό τρόπο. Γιατί έτσι είμαστε εμείς, έτσι είναι εκείνοι .  

Έτσι ο μοναχός δεν απαρνείται την ζωή όπως είναι πραγματικά, απαρνείται την ζωή όπως την ξέρουμε. Όπως όσοι παντρεύονται δεν απαρνούνται τον έρωτα, αλλά τον έρωτα όπως τον ξέρουμε εμείς, οι ανύπαντροι. Γεμίζουν άλλα προβλήματα, άλλα γεύονται και άλλες χαρές έχουν. Η ζωή παραμένει όμως, η ίδια μάχη και το ίδιο μάθημα για όλους.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Καλούπης