Πριν προχωρήσω στην ιστορία μου, καλό είναι να συμφωνήσουμε από την αρχή δύο πράγματα: δε με ξέρετε και δε σας ξέρω όποτε είναι καλό να κρατάμε τις αποστάσεις μας και να συμφωνήσουμε από πριν ότι τουλάχιστον θα μιλήσουμε ειλικρινά.
Το πρώτο στο οποίο θα πρέπει να συμφωνήσουμε είναι πως οι γαρίδες, οι καραβίδες, οι αστακοί και τα καβούρια… είναι έντομα. Ναι, εντάξει, γλυκά αρθρόποδα που κολυμπάνε –και όλες οι άλλες παπαριές των βιολόγων για να μας χρυσώσουν το χάπι–, επίσης πορτοκαλί που «δείχνει» και σου φτιάχνει την διάθεση, αλλά έντομα. Κι ακόμα, να συμφωνήσουμε ότι όλα τα ανθρακούχα αναψυκτικά κάνουν κακό –όχι μόνο η κόκα κόλα– και αν δεν θέλουμε να το δώσουμε στο παιδάκι μας, μπράβο, αλλά η πορτοκαλάδα με ανθρακικό είναι το ίδιο σαν να του δίνουμε κόκα κόλα.
Αφού λοιπόν βγάλαμε από την μέση δυο σημαντικά για τη σχέση μας φιλοσοφικά ζητήματα και συμφωνήσαμε ότι μπορούμε να επικοινωνήσουμε, θα σας πω τι έκανα πέρυσι το καλοκαίρι.
Πήρα λοιπόν την μηχανή (να λέμε τώρα το σκούτερ XL) τα αγαπημένα μου βατραχοπέδιλα, την αγαπημένη μου πετσέτα, την αγαπημένη μου τσάντα, την αγαπημένη μου σαγιονάρα και την αγαπημένη μου (σκέτο) και μια και δυο βρισκόμαστε στο λιμάνι του Πειραιά με κατεύθυνση την Τήνο. Η χαρά που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας στην παραλιακή δεν άργησε να γίνει εκνευρισμός και τσαντίλα. Ουρά για τα εισιτήρια, ουρά για τον καφέ, ουρά για να μπούμε στο πλοίο, ουρά για να πάμε στην αίθουσα, ουρά για την τουαλέτα – μόνο η ζέστη δεν είχε ουρά· την έπαιρνες αμέσως.
Στο διπλανό τραπέζι από το δικό μας, μια παρέα με περίπου τριανταπέντε πιτσιρίκια, δηλαδή τρία ήταν αλλά έκαναν θόρυβο για τριανταπέντε. Η αγαπημένη μου όμως είχε λιγώσει μιας και το ένα ήταν μωρό αγοράκι που το πηγαίνανε για σαράντισμα στην Τήνο – μη με ρωτάτε τι είναι αυτό, δε ρώτησα ποτέ.
Τα παιδάκια, η ζέστη, το πλοίο που δεν ξεκίναγε, η ουρά στην καφετέρια και η κοσμοπλημμύρα μπορεί να φαντάζουν αρκετά για κάποιον να χάσει την ψυχραιμία του. Η δική μου όμως δε χάνεται έτσι εύκολα. Όλα όσα με περίσσια οδύνη σας περιγράφω, ουδόλως με είχαν επηρεάσει ως τότε· αντιμετώπιζα την κατάσταση ως πωλήτρια της avon: με χαμόγελο και ανοχή στη δυσκολία. Είχα στόχο εγώ, δε θα μου χαλούσαν τις διακοπές λεπτομέρειες και μάλιστα της αρχής.
Άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι κάτι δεν πάει καλά όταν η Λένα, η μαμά του θηριοτροφείου, συστήθηκε στην αγαπημένη μου (σκέτο) και της πρότεινε να κρατήσει το μωρό. Η δίκια μου, που το ζαχάρωνε περί το ένα τέταρτο της ώρας, περιχαρής το πήρε στην αγκαλιά της και άρχισε να συμπεριφέρεται σαν τον Forrest Gump. Τόσα κακόηχα μονοσύλλαβα χωρίς κανένα νόημα δεν είχα ξανακούσει. Και πιστέψτε με, δεν είμαι ο Σπαλιάρας, αλλά κάτι έχω κάνει κι εγώ στο σεξ.
Σε λίγο με συμπεριέλαβε και εμένα στο πρόστυχο αστείο της κι από ευγένεια –τι να κάνω ο άνθρωπος;– βρέθηκα στάζοντας από ιδρώτα, αμηχανία και φόβο με ένα άγνωστο μωρό στην αγκαλιά. Τα αλλά παιδιά της οικογένειας πρέπει να μυρίστηκαν την αγαρμποσύνη μου, γιατί βάλθηκαν να προσπαθούν να πειράξουν το μωρό ενώ βρίσκονταν στην αγκαλιά μου. Η μαμά τους τα μάλωσε και το μωρό, που πρέπει να θίχτηκε περισσότερο από όλα, άρχισε τα κλάματα. Έτσι βρέθηκα εγώ, η αγαπημένη μου και η μαμά Λένα σε ένα περίεργο τρίγωνο από εκείνα που δε θες ποτέ να πάρεις μέρος. Το μωρό έκλαιγε, εγώ το κρατούσα αδέξια και οι δυο γυναίκες το γαργαλούσαν και του έκαναν γκριμάτσες. Ευτυχώς τη λύση έδωσε η γιαγιά της οικογένειας που προθυμοποιήθηκε να πάει το μωρό μια βόλτα, λίγο πριν αρχίσω κι εγώ τα κλάματα. Ο μπαμπάς, για να σώσει τα προσχήματα, αποφάσισε επίσης να απομακρύνει τα άλλα θηρία σε ένα είδος παιδικής χαράς που είχε το πλοίο.
Ηρέμησα κάπως και είπα να βγάλω το τάμπλετ να δω καμιά ταινία και να αποφύγω ήσυχος όποια άλλη δραστηριότητα με την οικογένεια Άνταμς, του διπλανού τραπεζιού. Η αγαπημένη μου όμως είχε καταχαρεί με το όλο σκηνικό και αποφάσισε πως κατά την διάρκεια του ταξιδιού θα κάνει καλύτερή της φίλη τη μαμά Λένα. Στην αρχή δε με ενόχλησε πολύ, αλλά όταν άρχισε η μαμά Λένα να ξεθαρρεύει και να κάνει ερωτήσεις για την προσωπική μας ζωή, τότε κατάλαβα ότι τα παιδάκια, η ζέστη, το πλοίο που δεν ξεκίναγε, η ουρά στην καφετέρια και η κοσμοπλημμύρα μπορεί κάπως να είχαν επιδράσει στο νευρικό μου σύστημα.
Στην ερώτηση δε, «εσείς πότε σκοπεύετε να παντρευτείτε και να κάνετε κάνα παιδί», ήμουν σίγουρος.
Η αγαπημένη μου, που προφανώς είχε κοινωνικές ανάγκες που αγνοούσα, αποφάσισε να μοιραστεί με τη συμπαθέστατη κατά τα αλλά μαμά Λένα, χιλιάδες λεπτομέρειες για την προσωπικότητά μου και τη σχέση μας.
«Θα παίρναμε αυτοκίνητο, αλλά ο Δημήτρης δεν είναι και πολύ σίγουρος στην δουλειά του, θα παντρευόμασταν αλλά ο Δημήτρης πρέπει να πάρει την άδεια από την μαμά του, θα πηγαίναμε στο Παρίσι και όχι στην Τήνο αλλά ο Δημήτρης φοβάται τα αεροπλάνα..» και κάθε δήλωση της αγαπημένης μου (σκέτο) να ακολουθείται από ένα κλιμακωτό προς την απαξίωση σχόλιο της Λένας.
«Δημήτρη, σίγουρα μπορείς καλύτερα… Βρε Δημητράκη και φαίνεσαι μια χαρά άντρας… Δε μιλάς σοβαρά δυο μέτρα παλικάρι!» και φυσικά ντυμένα όλα με τον απαραίτητο ευγενικό καγχασμό και τα μειδιάματα. Εγώ από την πλευρά μου είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ με τις κυρίες ακόμα και αν μέσα μου αισθανόμουν ένα παράξενο κύμα οργής να με πνίγει.
Όση ώρα έλειπαν τα παιδιά, η αγαπημένη μου μέσω της συμμαχίας της με τη μαμά Λένα μου είπε πλαγίως όλα όσα ποτέ δεν τολμούσε να μου πει. Κακομαθημένος, ακατάστατος, αμελής, τεμπέλης, εμμονικός, βίαιος, αγενής και όλα με την απαραίτητη δόση χιούμορ. Η δε μαμά Λένα έθαβε τον δικό της άντρα έξι φορές περισσότερο.
Σε αυτόν το χείμαρρο αποκαλύψεων, η αγαπημένη μου (σκέτο) αποφάσισε να πει στην μαμά Λένα ότι δεν τρώω γαρίδες γιατί τις θεωρώ έντομα. Ε, δεν άντεξα σηκώθηκα επάνω τις κοίταξα και τις δύο απαξιωτικά και αναφώνησα βροντερά «Ναι βρε όρνιο, εντομοφάγα, έντομα είναι! Και όχι μόνο αυτό, αλλά πες και στη φίλη σου ότι δίνει το ίδιο επικίνδυνο υγρό στα παιδιά της με την κόκα κόλα. Επειδή είναι κίτρινο δε διαφέρει σε τίποτα. Και επειδή έχει γεύση πορτοκάλι, πληροφόρησε την ότι «κόλα» είναι παραδοσιακό αμερικάνικο ποτό από βατόμουρα.»
Είπα ένα «άει σιχτίρ» και κατέβηκα, πήρα την μηχανή μου κι έφυγα από το πλοίο.