Τίποτα δε μου δίνει μεγαλύτερη χαρά από τις «άγνωστες» καλημέρες. Να στέκομαι απέναντι από έναν μελαγχολικό άγνωστο ή άγνωστη κάθε ηλικίας που στο βλέμμα του μπορώ να δω ένα φόβο για τον κόσμο, τη στιγμή ή το μέλλον και να του φουσκώνω τα μυαλά με χιλιάδες λεκτικά πρελούδια από πιθανές ευτυχίες.

Αυτό το είδος των αγαπημένων φίλων που δεν θα ξαναδείς ποτέ μπορεί να σου δώσει την ασφάλεια να είσαι ο καλύτερος εαυτός σου, έστω και για λίγο. Οι άγνωστοι που μαζί τους ξεκινάμε μια μικρή συζήτηση μπορούν να είναι, παροδικά, ο λόγος που η πιο λαχταριστή έκφανση του εαυτού μας θα δώσει μια μικρή παράσταση δρόμου  υποδυόμενη με κάθε κύτταρο του κορμιού μας  την πιο φωτεινή μας  πλευρά.

Συμπονετικοί φίλοι, τρυφεροί εραστές, ονειροπόλοι στοχαστές και ταξιδεμένοι κοσμοπολίτες στις λέξεις της πιο σημαντικής και ταυτόχρονα ανούσιας συζήτησης που λαμβάνει χώρα και  σε ζωντανή μετάδοση στο λεωφορείο που μάταια προσπαθεί να κινηθεί στην Κηφισίας, στη σύντομη διαδρομή ενός ταξί, στη στάση, στο τρένο, και λειτουργεί σαν διάλειμμα μιας βαρετά επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας.

Πόσες ιστορίες φανταστικές ή πραγματικές δεν υφάνθηκαν στα λεπτά «νεκρών» χρόνων μεταξύ αγνώστων. Κουβαλώντας στην ίδια τη σάρκα της δημιουργίας τους μια αέρινη πλευρά του εαυτού μας, έναν ονειρεμένο, αλλαγμένο εαυτό.

Στις συζητήσεις αυτές θα ταξιδέψουμε στις σκέψεις ενός αλλού προσώπου αλλάζοντας ακόμα και θεμελιώδεις απόψεις που έχουμε, φτιασιδώνοντας τη ζωή μας και την πραγματικότητά μας με ιστορίες που ακούσαμε και που τις παρουσιάζουμε ως δικές μας, αλήθειες που δε θα τολμούσαμε να ξεστομίσουμε σε γνωστούς και σκέψεις που θέλουμε να δοκιμάσουμε την αποδοχή τους.

Κι ύστερα γινόμαστε σύμμαχοι ή εχθροί στην όποια άποψη σταθεί απέναντι μας, όχι απαραίτητα βάσει λογικής, αλλά περισσότερο στη βάση του πώς νιώθουμε εκείνη την στιγμή. Χανόμαστε μέσα στην εμπιστευτικότητα της  άγνωστης ταυτότητας του άλλου και εξομολογούμαστε και εξομολογούμε, συμβουλεύουμε και συμβουλευόμαστε κι ύστερα αποκαθιστούμε την τάξη και διεκπεραιώνουμε την εκκρεμότητα που λέγεται ζωή.

Στη συζήτηση μ’ έναν άγνωστο, οι ιδέες εκείνης της στιγμής, γίνονται η αποτύπωση της ύπαρξής μας, είναι η ταυτότητά μας. Φοριούνται σαν μάσκα και συμμετέχουν σε μια καρναβαλική παρέλαση λέξεων που έχει σκοπό την αποσυμφόρησή μας από την πίεση ενός προβλήματος ή τη γενικότερη φόρτιση που έχουμε για κάποιο θέμα.  Ο έρωτας, τα οικονομικά, οι φίλοι, η πολιτική και κάποιο τραγούδι, ίσως να είναι η αφορμή για μια συζήτηση σε τόσο βάθος στην καρδιά μας, που μπορεί να γίνει αφορμή για τις σκέψεις μηνών.

Ο άγνωστος φίλος μπορεί να ιερουργήσει στην ύπαρξή μας με την προσωπική του εμπειρία ή το προσωπικό του πρόβλημα. Μια σοφή συμβουλή ή μια περιγραφή μιας εμπειρίας με τα χαρακτηριστικά αυτού που μας απασχολεί, μια ατυχία ή μια δυσάρεστη κατάσταση που μας γνωστοποιεί ένας άγνωστος, μπορεί να είναι η ανάγνωση που χρειαζόμαστε για να λύσουμε ένα θέμα της δικής μας ζωής.  Ελευθερωμένοι δε από τους κοινωνικούς μας περιορισμούς, δε νιώθουμε καμία αντίσταση να αποδεχτούμε την ωφέλεια της κατάστασης, πράγμα που θα συνέβαινε αν η πηγή της ήταν κάποιος φίλος ή γνωστός.

Κάθε άνθρωπος μέσα του δρομολογεί τις αποφάσεις του βασισμένος σε προηγούμενές εμπειρίες, γνώσεις που έχει αποκτήσει και φυσικά αρχές που έχει. Για εκείνες όμως, τις μαγικές στιγμές της συζήτησης με έναν άγνωστο άλλο άνθρωπο, δε χρειάζεται να είμαστε αυτό που κοινωνικά έχουμε χτίσει ως προσωπείο. Μπορούμε να καταδυθούμε στον βυθό των εσωτερικών μας σκέψεων και να δοκιμάσουμε το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο που λέει και ο ποιητής. Ααυτό που συνεχίζοντας τονίζει πως δεν αντέχουν οι άνθρωποι.

Μετέχουμε έτσι μυστηριακά στην ιερουργία της εξομολόγησης ενός δρόμου του εαυτού μας που δε γίναμε ποτέ, αλλά τον φέρουμε μέσα μας σαν σπόρο.  Που ίσως είναι αυτό που είχε ονειρευτεί για εμάς ο όποιος θεός, όταν μας έπλαθε.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Καλούπης