Είναι μερικά βράδια που δεν κλείνεις μάτι. Ακούς θαρρείς μέχρι και το αίμα σου να κυλάει. Αφουγκράζεσαι τους ήχους που ακούγονται έξω από το παράθυρο κάθε φορά που τα λάστιχα ενός άγνωστου οχήματος καίγονται στον δρόμο. Μυρίζεις τα σεντόνια σου σαν να ‘ναι κάποιου ξένου παστρικού και δεν κλείνεις τα μάτια σου, γιατί φοβάσαι πως οι σκιές της νύχτας θ’ απλώσουν αν τις αφήσεις από τ’ οπτικό σου πεδίο.

Βράδια που χώρισες, που ράγισε η καρδιά σου. Που έμαθες πως απέτυχες στις εξετάσεις ή πως ένας φίλος σε πρόδωσε. Βράδια που ενώ τα βλέφαρα είναι βαριά, δεν πέφτουν και δεν κλείνουν. Μόνο κάτι δάκρυα ρίχνουν στα κλεφτα, με την ελπίδα ότι θα ποτίσουν λίγο το χάρτινο δέρμα σου. Βράδια βαριά, ζορικα, από εκείνα που είτε ξεκινάς το τσιγάρο, είτε το κόβεις. Από εκείνα που παίρνεις την απόφαση να αφήσεις τη χώρα σου, τον άνθρωπό σου, την οικογένειά σου ή τη δουλειά σου.

Νύχτες που δεν ξέρεις τι χρώμα έχουν. Δεν πρόσεξες πώς έμοιαζε ο ουρανός τους, κι ας ήσουν ξύπνιος όλο το βράδυ. Κι ας μην έκλεισες μάτι.

Κάτι τέτοιες νύχτες πονάς πολύ, ξέροντας ή όχι το γιατί. Αναρωτιέσαι γιατί υπάρχει ο άνθρωπος, ποιος είναι ο Θεός και τι πρόσωπο παίρνει. Απορείς με την πορεία της ζωής και μαντεύεις τον σκοπό της. Τέτοιες νύχτες κοιμάσαι ο εαυτός σου και ξυπνάς σαν μαρμάρινο άγαλμα. Με ύφος βαρύ και βλέμμα έντονο. Ξυπνάς και ψάχνεις αναπτήρα αντί για ποτήρι με νερό. Ψάχνεις έναν ώμο να πιαστείς για να μην πέσεις.

Μετά θυμάσαι ότι επιλογή δεν έχεις, μόνος σου γεννήθηκες και μόνος σου θα πεθάνεις. Δύσκολα ή μη, πρέπει να σηκωθείς. Να πάρεις μπρος, να πεις τις καλημέρες σου έστω με μισή καρδιά. Να ξεχάσεις ότι χθες το βράδυ που χρειαζοσουν κάποιον όλοι είχανε τα μάτια τους κλειστά. Να προσπεράσεις ότι κανείς δεν πρόσεξε την κούραση κάτω από τα θελκτικά μάτια σου και κανείς δεν πρόσεξε τη μικρή ρυτίδα συνοφριωσης ανάμεσα στα φρύδια σου.

Πρέπει να προσπεράσεις ότι, όλη σου η ζωή είναι ένα ψέμα. Ομάδες δεν υπάρχουν. Οι σχέσεις δεν είναι ποδόσφαιρο. Υπάρχουν προσωπικότητες και μεμονωμένοι άνθρωποι που καθε μέρα σκουπίζουν τη λάσπη από τα γόνατα τους κι ετοιμάζονται για το ματς της ζωής τους -ακομα κι αν εσύ σκοπεύεις να τους βάλεις στον πάγκο. Υπάρχουν άνθρωποι που χθες έκλαιγαν μέχρι να τους πάρει ο ύπνος. Και υπάρχουν άνθρωποι που απλά κοιμήθηκαν. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έκλεισαν μάτι κι άλλοι που όλο το ξημέρωμα στριφογυριζαν στο κρεβάτι για να μη σηκωθούν κι αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Ομάδες δεν υπάρχνουν. Ο καθένας είναι για την πάρτη του.

Κι αν ανήκεις στους ανθρώπους αυτούς που περνάνε νύχτες ατελείωτες, να θυμάσαι ότι κάποια στιγμή θα ξημερώσει. Ο ήλιος θα βγει και θα χορέψει με τις ακτίνες του πάνω στο πρόσωπό σου. Θα σε χαιρετήσει είτε έκλαιγες νωρίτερα είτε όχι. Διακρίσεις δε θα κάνει, ούτε θα σε παρεξηγήσει επειδή κανείς δεν ήταν εκεί να σου πει πως όλα θα πάνε καλά. Θα σου δώσει ένα φιλί και θα σου ευχηθεί καλημέρα, απ’ όπου κι αν προέρχεσαι, ο,τι ιστορία κι αν έχεις, σε όποιον θεό κι αν πιστεύεις. Θα σου δώσει την υποστήριξη που εχθές το βράδυ κάποιος σου αρνήθηκε. Θα σου χαμογελάσει για τις φορές που κάποιος σου στέρησε το δικό σου μειδίαμα. Θα σου δώσει την αγάπη που αξίζεις, αλλά ξεχνάς να προσφέρεις στον εαυτό σου -ελπιζοντας να το κάνει κάποιος άλλος.

Κι εν τέλει όταν ξημερώσει, πάλι οι σκιές θα ξεαπλωσουν και θα χωθούν μέσ’ τα συρτάρια. Οι φόβοι θα γυρίσουν πίσω στα κουτάκια τους κι οι έρωτες θα κρυφτούν πίσω από τη μύτη τους -μην τυχόν και δώσουν τίποτε παραπάνω. Οι ήχοι θα πληθαίνουν, ο δρόμος θα γεμίσει λάστιχα, οι μυρωδιές θα πολλαπλασιαστούν, τα σεντόνια θα γίνουν ακόμα πιο ελαφριά. Η απουσία της συντροφιάς ενός ανθρώπου θα πονάει λιγότερο.

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου