«Έχω μόνο ένα ελάττωμα
Ν ‘αγαπάω τα λάθος άτομα
Και πονάει η καρδιά μου η ρημάδα
Σαν την πληγωμένη μου Ελλάδα»

 

Καψούρα χωρίς Καρρά δε γίνεται. Κι αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είναι ένα αφιέρωμα στον Κ. Βασίλη, το οποίο θα εξιστορούσε τη ζωή του, θα μιλούσε για τα βιώματά του και θα απαριθμούσε τις επιτυχίες του. Αυτό όμως είναι κατά του αρθρογραφικού μου γούστου και θα σκότωνε -τουλάχιστον- ένα αφιέρωμα σ’ έναν σπουδαίο τραγουδιστή, που αξίζει ένα μεγάλο ευχαριστώ από τους απανταχού καψούρηδες της Ελλάδας και της γης ολόκληρης.

Με τον Βασίλη ταξιδέψαμε «Από το Βορρά μέχρι το Νότο», πιστέψαμε σ’ έναν έρωτα γενναίο κι αλήτη, που ταξιδεύει, πίνει, πονάει και ξενυχτάει. Πιστέψαμε σ’ αυτόν τον έρωτα και τον ζήσαμε όταν η καψούρα μας μετακόμισε στην άλλη άκρη της γης. Βασίλη ακούγαμε τότε. Κι όταν μείναμε μόνοι, πάλι αντάμα με τον Βασίλη τραγουδήσαμε «Α, ρε μοναξιά» κι ανάψαμε ένα τσιγάρο, για όλα εκείνα τα βράδια που θα το φέρναμε ακόμα στο στόμα μας, μέχρι η γλώσσα μας να ξαποστάσει σ’ ένα ζευγάρι χείλη.

Το πραγματικό όνομα του άρχοντα είναι «Βασίλης Κεσογλίδης». Γεννήθηκε το 1953 στο Κοκκινοχώρι Καβάλας αλλά σε ηλικία 10 χρονών μετακόμισε στην ελληνική πόλη της καψούρας -τη Θεσσαλονίκη. Σε ηλικία μόλις 16 ετών έκανε την πρώτη του μουσική εμφάνιση σε κέντρο. Από τότε ο  «ψυχολόγος» των χωρισμένων, δεν έχει σταματήσει να παρηγορεί και να συνοδεύει τους έρωτες των Ελλήνων.

Γιατί κακά τα ψέμματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ακόμα κι εμείς που στο αμάξι βάζουμε και καλά μουσικάρες για να δείξουμε την αισθητική μας, δυο-δυο τα κατεβάζαμε τα σφηνάκια όταν πόνεσε το δοντάκι μας και παυσίπονο δε μας δίνανε. Και για παυσίπονο Βασίλη ακούγαμε. Από μια «Πριγκιπέσα» δίχως όνομα ξεκινούσαμε και καταλήγαμε «Στα σκουπίδια», μήπως βρούμε και κανένα καλό παιδί -να έχουμε κάποιον τουλάχιστον να φάμε κάποια πάστα.

Γιατί καψούρα χωρίς Βασίλη δε γίνεται. Μίλησε για ψέματα, για τέρματα, για τα Σάββατά μας στη Σαλονίκη, για τις ματιές που μοιράζουν οξυγόνο. Ο Βασίλης περιέγραψε τα συναισθήματα των ερωτευμένων όταν αυτοί δεν μπορούσαν και πνιγόντουσαν σε μια κουταλιά αλκοόλ. Και μας γέμισε και εμάς απορίες για το αν αισθάνεται το πρώην ταίρι τύψεις, αν μας σκέφτεται όταν πάει ξένα χέρια να αγγίξει. Και μας θύμιζε ακούραστα κάθε βράδυ πως δε διαλέγουμε τελικά μόνο εμείς τα λάθος άτομα. Ήταν δίπλα στους χωρισμούς μας, μέσα από λίγες νότες. Κι ακόμα εδώ είναι σε κάθε χωρισμό μας, κάθε φορά που τα φιλαράκια λείπουν και χρειαζόμαστε κάποιον άλλον να μιλήσει -μη τυχόν και μας στριμώξει η μοναξιά κι η σιωπή της.

Μα πάνω απ’ όλα ο Βασίλης μας θύμισε πως ο έρωτας δεν είναι πάντα φιλιά, χάδια κι ατελείωτα βράδια ανάμεσα σε δύο σώματα. Ο έρωτας είναι αχάριστος κι αλήτης. Η αγάπη είναι που διαφέρει. Εν τέλει, λίγο ο άρχοντας της καψούρας, λίγο οι αμέτρητες φορές που φάγαμε τα μούτρα μας, λίγο η καρδιά μας που άρχισε να λαμβάνει υπόψη της τα red flags, αποφασίσαμε τελικά να κάνουμε ένα τσιγάρο και να φύγουμε, γιατί κουραστήκαμε να βλέπουμε το ίδιο το έργο.

Οι δίσκοι του εθνικού μας ψυχολόγου έγιναν χρυσοί και πλατινένιοι και εμείς μαζί του συνεχίσαμε να πίνουμε «Το δηλητήριο» κάθε φορά που ψάχναμε ένα σώμα να ξεδιψάσουμε. Συνεχίσαμε να τραγουδάμε ασθματικά και να περιμένουμε έναν άνθρωπο που θα μας κάνει να ξεχάσουμε για λίγο τον παλιόφιλο Βασίλη, μέχρι να τον πεθυμήσουμε και να ακούσουμε τη φωνή του από θέληση κι όχι ανάγκη. Ευχαριστούμε Βασίλη.

 

 

Πηγή φωτογραφίας

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου