Η φράση Πυξ Λαξ σημαίνει «με μπουνιές και κλωτσιές» και χρησιμοποιήθηκε για να δώσει όνομα και ταυτότητα σε ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά συγκροτήματα. Οι Πυξ Λαξ «μας έστειλαν και μας παρέσυραν» σ’ ένα μουσικό ταξίδι, με αφετηρία το δίσκο «Τι άλλο να πεις πιο απλά», που εκδόθηκε 1990. Έκτοτε έχουν υπάρξει κι άλλες αφετηρίες κι κάποιοι τερματισμοί.

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι λάτρεις και μη του συγκροτήματος, κρίνουν τη συμπεριφορά των μελών του. Αιτία φυσικά αποτελούν τα «διαλείμματά» τους από τη μουσική σκηνή. Το πρώτο τους σπάσιμο ήρθε το 2004 με τον δίσκο «Τέλος», βρήκε απροετοίμαστους τους θαυμαστές και προκάλεσε λύπη. Παρ’ όλα αυτά η επανένωση δεν άργησε. Μα στο εξής δε θα γίνει άλλη αναφορά σε ημερομηνίες, γιατί τα νούμερα δεν ανήκουν στη μουσική. Το ταξίδι αυτό πάντως είχε πολλά μπρος πίσω, πολλές συναυλίες ανάμεσα σε δήθεν «διαλείμματα» και σίγουρα πολλή αγάπη.

Όταν ο Φίλιππος Πλιάτσικας και ο Μπάμπης Στόκας -παιδικοί φίλοι και συμμαθητές- έφτασαν στη δισκογραφική εταιρεία ΕΜΙ, δεν είχαν ιδέα πως εκεί τους περιμένει ο «πρίγκιπας της δυτικής όχθης», ο Μάνος Ξυδούς. Δε γνώριζαν ούτε πως αυτός ο άνθρωπος θα γίνει ένα με τη μπάντα τους, ούτε πως εκείνη θα αγαπηθεί από τον ελληνικό λαό, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη. Το γλυκό πάντρεμα της ροκ με το ελληνικό άρωμα ρίζωσε στα μυαλά όλων μας. Μίλησε στη γλώσσα των εφήβων, των γονιών και των παππούδων. Τραγούδησε κάτι από ροκ και κάτι από ποπ, υιοθέτησε λαϊκά και έντεχνα στοιχεία κι ακούστηκε σε ταβέρνες, κλαμπ και παραλίες. Δεν επέτρεψε ποτέ στο αεράκι των δυτικών συνοικιών να σταματήσει να φυσάει, αντίθετα το προσκάλεσε να πιουν μια μπίρα σαν παλιόφιλοι.

Κι αν οι Πυξ Λαξ «έχουν μια γεύση από τα παλιά» και τους αγαπάει τόσο ο ελληνικός λαός, γιατί διαλύθηκαν; Γιατί οι θαυμαστές τους είναι θυμωμένοι με τις παύσεις και τις επανασυνδέσεις τους; Γιατί τα «φέρνουμε από εδώ τα φέρνουμε από εκεί»; Γιατί οι αγάπες είναι λιγάκι «ανόητες» μερικές φορές, σε όλες τους τις μορφές, γι’ αυτό. Ο Μπάμπης Στόκας μιλώντας για τους Πυξ Λαξ και τον λόγο που διαλύθηκε το συγκρότημα είπε:«Υπάρχει ένα τραγούδι που έγινε μεγάλη επιτυχία κι εγώ δεν το πίστευα, αυτό που λέει «είναι ωραία η θάλασσα». Ο Μάνος το πίστευε πολύ αυτό το τραγούδι. Υπάρχει, όμως, και τραγούδι που είναι από τα πιο συναισθηματικά τραγούδια των Πυξ Λαξ που ο Μάνος το είχε πετάξει και πήγα και το μάζεψα εγώ και το έγραψα, το «Άμστερνταμ» που λέμε εμείς. Αυτό το τραγούδι το έκανα εγώ, το πέταξε ο Ξυδούς, το μάζεψα εγώ και το φτιάξαμε. Η επιτυχία αυτής της ομάδας ήταν ότι ήμασταν τρεις διαφορετικοί άνθρωποι που είχαμε τον ίδιο στόχο και δεν είχαμε εγωισμό. Δηλαδή, όταν το δικό σου τραγούδι ήταν καλύτερο από το δικό μου, έμπαινε το δικό σου. Απλώς είπαμε ότι η μπάντα τα έχει κάνει όλα, οπότε πρέπει να σταματήσουμε. Αυτός είναι ο λόγος, ότι η μπάντα τα είχε κάνει όλα επί 100.»

Κι είναι αλήθεια, οι Πυξ Λαξ είναι ένα μουσικό φαινόμενο, είναι το συγκρότημα που έδωσε στην ελληνική μουσική έναν διαφορετικό χαρακτήρα. Γιατί η ταυτότητά του δεν έμπαινε σε πορτοφόλια ούτε σε καρτέλες. Δεν άκουγαν οι ροκάδες Πυξ Λαξ, ούτε τα λαϊκά παιδιά όπως υπονοήθηκε πιο πάνω, άκουγαν σχεδόν όλοι κι ακούν ακόμη. Τα έδωσαν όλα αυτοί οι άνθρωποι επί σκηνής κι κάτω απ’ αυτή. Έβαλαν μεράκι κι αγάπη σε κάθε στίχο, τον κέντησαν ευλαβικά κι δεν άφησαν κανένα από τα χέρια της παστρικής αυτής κοινωνίας να τα αγγίξει. Δεν υποτάχθηκαν σε μουσικά trends, κράτησαν αναλλοίωτο το στιλ τους κι το υποστήριξαν σαν παιδί τους. Και χάρη σ’ αυτούς, τα παιδικά χρόνια πολλών απ’ εμάς γέμισαν νότες. Θέλω να ρωτήσω λοιπόν, «Γιατί κρίνουμε τους ανθρώπους αυτούς για την επιλογή τους να παίζουν μουσική όποτε αγαπάνε;», μήπως ξεχνάμε μερικούς παράγοντες;

Αρχικά, ας γίνει αναφορά σε μια λογική που άρχισε πρόσφατα να αναπτύσσεται, μια λογική που οι παλιοί θα αποκαλούσαν υπερηφάνεια, εγωισμό κι αλαζονεία. Κανείς δε μας χρωστάει τίποτα, όσους δίσκους ή βιβλία του κι αν αγοράσουμε. Όσο κι αν τον έχουμε στηρίξει. Η αγάπη δίνεται μόνο με αγνές προθέσεις, αλλιώς είναι θαυμασμός και συμφέρον. Κανένα συγκρότημα, κανένας καλλιτέχνης και κανένας άνθρωπος δε χρωστάει να παράγει αιώνια έργο. Ο τίμιος καλλιτέχνης, όταν νιώθει πως έχει δώσει τα πάντα, πως σκούριασε, πως επαναλαμβάνεται, πως στο κάτω-κάτω δε γουστάρει άλλο, αποσύρεται. Ακριβώς γιατί σέβεται κι εκτιμά τα χρήματα και την αγάπη των θαυμαστών του. Αν νιώσει πως μπορεί ξανά να προσφέρει στο χώρο της τέχνης, το κάνει, ξανά με μεράκι, ξανά με γούστο, σαν να μη σταμάτησε ποτέ. Κάθε συγκρότημα λοιπόν, είναι ένας καλλιτέχνης, ανεξάρτητα από το πόσα μέλη αριθμεί. Είναι ένας καλλιτέχνης γιατί λειτουργεί σαν ένας -άσχετο αν έχει 3 φωνές, 3 πιστεύω και 3 διαφορετικές ταυτότητες.

Φυσικά κι όλο αυτό έχει να κάνει και με τα συμφέροντα της μουσικής βιομηχανίας και τα συμφέροντα των ίδιων. Και ναι, είναι φυσιολογικό να υπάρχει μια μελαγχολία και μια σπίθα οργής από τους θαυμαστές, ειδικά μετά την κυκλοφορία του τελευταίου δίσκου τους το 2019 -μιας και δεν ικανοποίησε τους πιο απαιτητικούς. Αλλά μήπως αυτό είναι πρόβλημα του κοινού; Μήπως ήρθε η ώρα να καταλάβει πως είναι εύκολο να είσαι κάτω από τη σκηνή, αλλά πάνω της κάτι χωλαίνει;

Τελικά, οι Πυξ Λαξ λοιπόν σεβάστηκαν το κοινό τους με το δικό τους τρόπο, μα σεβάστηκαν πρώτα την ψυχή του καλλιτέχνη και την πάρτη τους· και μπράβο τους. Για αυτό τους ακούμε και για αυτό γεμίζουμε στάδια. Γιατί κράτησαν την αυθεντικότητα και την ψυχή του καλλιτέχνη, του παιδιού που μεγάλωσε σε κάποια σοκάκια της Αθήνας. Γιατί απάντησαν σε όσους πιστεύουν πως η ελληνική μουσική δεν έχει μέλλον. Γιατί «Κόντρα στου χρόνου τη σκουριά» έδωσαν εκείνοι ένα.

 

 

Πηγη φωτογραφίας

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου