Αν με ρωτούσε «τι είναι τέχνη;» ένας ξένος, ένας καθηγητής ή κάποιος σοβαροφανής κύριος που κατά βάθος σιχαίνεται το γαλαζωπό πουκάμισό του, θα έλεγα πως τέχνη είναι η έκφραση των συναισθημάτων, των ιδεών και των πεποιθήσεων ενός ανθρώπου μέσω της ποίησης, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της γλυπτικής κ.λπ..

Αν με ρωτούσε ένα παιδί «τι είναι τέχνη;», θα του έλεγα πως τέχνη είναι οι ζωγραφιές στο τετράδιό του, οι πλαστελίνες στο σπίτι του, οι νερομπογιές στα ρούχα του, τα παιδικά που βλέπει στο κινητό και τα παραμύθια που διαβάζει. Θα προσπαθούσα να του περάσω την έννοια της έμπνευσης, για να αντιληφθεί το κομμάτι του συναισθήματος στην τέχνη.

Κι αν τελικά με ρωτούσε μια φίλη, ένας αδερφός ή η μαμά μου «τι είναι τέχνη;», θα έλεγα τα μάτια του, οι λέξεις μου, το φως που μπαίνει από το παράθυρο, ο ξεφλουδισμένος τοίχος στο παιδικό μου δωμάτιο, αυτός με τις αφίσες και τις φωτογραφίες φίλων. Θα έλεγα πως είναι τα χαρτάκια που αφήνουμε στο ψυγείο, ο πρωινός καφές που φτιάχνεται με μεράκι.

 

 

Τώρα κατάλαβα, κάπως αργά, πως τέχνη είναι να μετατρέπεις την ασχήμια σε ομορφιά. Είναι να πονάς ακραία, να είσαι ένα κουβάρι σ’ ένα μουχλιασμένο πάτωμα, να παθαίνεις κρίσεις πανικού κι όταν τελικά σηκώνεσαι όρθιος με πρησμένα μάτια να μιλάς για τις λεπτομέρειες στα έργα του Τιτσιάνο και να μεθάς με το άρωμα του γιασεμιού που μπαίνει από το μπαλκόνι. Τέχνη είναι να πενθείς ένα ζευγάρι ροδαλά χείλη και να σκέφτεσαι διαφορετικά επίθετα για να τα χαρακτηρίσεις -μήπως μείνουν ζωντανά στο μυαλό σου και σε αποκοιμίζουν με κανένα φιλί το βράδυ. Τέχνη είναι ο Frank Sinatra στα ηχεία μετά από μια μεγάλη αποτυχία στη δουλειά κι η φορά που αρνήθηκες να παραγγείλεις μια μπλούζα που λάτρεψες, γιατί ήξερες πως θα στη φτιάξει κάποιο ανήλικο παιδί υπό συνθήκες πείνας.

Γιατί το κλάμα γυρίζει σε τέχνη, το κέρατο, η προδοσία, η βία, όλα γυρίζουν σε τέχνη, όχι γιατί θέλεις, γιατί τη χρειάζεσαι για να σε μαλακώσει, να σου χαϊδέψει τις πληγές, να παίξει αντικριστά σου. Γιατί μη με παρεξηγήσετε κι εγώ πολλές φορές κουράζομαι να παίρνω το λευκό, το πορτοκαλί και το μπλε και να ποτίζω σπίτια, φανέλες, τοίχους -ξέροντας ότι κάποιος θα ρίξει από πάνω πίσσα.

Αλλά προτιμώ να είμαι ένας σύγχρονος, μικρός, φτωχός Van Ghogh, ακόμα κι αν χρειαστεί να χάσω το αυτί μου, ακόμα κι αν βλέπω τα μισά αστέρια σ’ έναν ουρανό γεμάτο καυσαέρια, παρά να πιστέψω στην ασχήμια. Προτιμώ να έχω άποψη, φωνή, τα χρώματα και τα πινέλα μου. Προτιμώ την αντίσταση στο τώρα, την αμφισβήτηση στο χθες, το πιστεύω στο αύριο. Προτιμώ να αναγνωρίζω ότι το μαύρο έχει τη δικιά του ομορφιά και να μην προσπαθώ ντε και καλά να του επιβάλλω να αλλάξει.

Γιατί είναι έρωτας, είναι ποίηση, είναι τέχνη, να παίρνεις τον πόνο και να τον κάνεις νότες, να παίρνεις τη ζήλια και να την κάνεις λέξεις, να παίρνεις τον φόβο και να τον κάνεις πηλό για να του δώσεις σώμα -μη μείνει μες στο δικό σου. Θέλει θάρρος, θράσος, υπομονή, επιμονή και γερό στομάχι η τέχνη. Θέλει να ξέρεις από αγάπη, από θυσίες, από καλοκαίρια που στάζουν ηδονή και χειμώνες που έχουν ποτίσει από την υγρασία και το κλάμα. Εκείνο το γοερό, που σε οδηγεί στη δημιουργία. Γιατί η ασχήμια δεν μπορεί πάντα να κρυφτεί, δεν μπορεί πάντα να αλλάξει ρούχα κι ούτε υπάρχει λόγος, χρειάζεται καμιά φορά απλά να την αποδεχθείς έτσι όπως είναι. Και τότε ίσως, αν είσαι τυχερός, αυτή θα σε εμπνεύσει και θα γίνει τέχνη και ξαφνικά θα ομορφύνει.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου