Υπάρχει κάτι που πονάει περισσότερο από το ανεκπλήρωτο και το κέρατο, κι αυτό είναι το να σε έχουν δεδομένο.
Στην πρώτη περίπτωση ο μικρός θάνατος που βιώνει ο άνθρωπος όταν θάβει τον έρωτα μέσα του και τον ραίνει με μοίρα, έρχεται σιγά-σιγά, με μοιρολόγια και μεθύσια. Ωστόσο, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνει εκείνη τη στιγμή, το γεγονός ότι πενθεί για κάποιον που δεν είχε ποτέ, κάνει τον θρήνο πιο εύκολο. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες για να κάψει ούτε αναμνήσεις για να αναβιώσει. Υπάρχει μόνο ένας ώμος πόθος που δειλά-δειλά δέχεται την ήττα του κι αργοσβήνει.
Στη δεύτερη περίπτωση, η ταφή γίνεται στα γρήγορα, σχεδόν τόσο άμεσα όσο κι ο πόνος που βίωσε το άτομο όταν έμαθε για την απιστία. Η προδοσία βαριά πέφτει πάντα πάνω του και σκεπάζει κάθε τι όμορφο, σαν την πάχνη τις κρύες νύχτες του Δεκέμβρη. Οπότε ο προδομένος, αν και με πληγές διάσπαρτες σε ψυχή και σώμα, τουλάχιστον -συνήθως- σίγουρος για την επιλογή του, ξεμπερδεύει γρήγορα με τον επικήδειο που δεν επέλεξε ποτέ να γράψει. Κι αυτό γιατί μετά από μια τέτοια κατάσταση, δεν αναρωτιέται ποια είναι η σωστή απόφαση, αλλά νιώθει εκατό τις εκατό σίγουρος για εκείνη, και την παίρνει σχεδόν φυσικά, ασχέτως που πονάει.
Έτσι και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, αυτός που μένει αποκαρδιωμένος έχει με το μέρος του είτε τις καταστάσεις, είτε τον χρόνο. Όταν όμως ο ίδιος άνθρωπος έρθει αντιμέτωπος με μια σχέση που φθείρεται, κι αρχίσει να νιώθει δεδομένος μέσα σε αυτή, δεν έχει τίποτα με το μέρος του. Γιατί και αργεί να συνειδητοποιήσει τι έχει αλλάξει και πηγαίνει η σχέση του κατά διαόλου αλλά και έχει να αντιμετωπίσει αναμνήσεις, φωτογραφίες, μια δεύτερη προσωπικότητα, μια δεύτερη ψυχή, ένα ολόκληρο θαύμα, έναν άνθρωπο.
Δεν καλείται να πάρει απόφαση για έναν άνθρωπο στο κάτω-κάτω, αλλά για δύο. Ούτε μπορεί να συνειδητοποιήσει μέσα σε μια στιγμή ότι πρέπει να φύγει. Πρέπει να συζητήσει πρώτα, να επικοινωνήσει την ανάγκη του, να ζητήσει βελτίωση.
Κι όλα καλά όταν η βελτίωση έρχεται και οι ανάγκες του εισακούονται, όταν όμως λαμβάνει ξανά αδιαφορία, πρέπει να προχωρήσει κι αυτός σ’ έναν αργό αποχαιρετισμό, σταδιακό και ψυχοφθόρο. Έναν αποχαιρετισμό που ούτε ζήτησε ούτε ξέρει πώς να αποφύγει.
Το να σε έχουν δεδομένο λοιπόν, δεν αποτελεί μια ακόμα κατάσταση αλλά μια τρομακτική συνέπεια του να αδιαφορείς όταν βλέπεις πως ο άλλος δε θέλει ή δεν είναι έτοιμος να ανοιχτεί, να δώσει, να μοιραστεί. Αποτελεί μια άκρως τραυματική εμπειρία, εξίσου επώδυνη -αν όχι περισσότερο- με το κέρατο ή τ’ ανεκπλήρωτο.
Πώς δέχεσαι άλλωστε ότι αυτός που αγαπάς θεωρεί δεδομένη την παρουσία σου και την εκμεταλλεύεται γιατί πιστεύει πως είσαι πολύ αδύναμος ή ερωτευμένος για να φύγεις; Πώς ξεπερνάς όλα όσα βιώσατε όταν δεν έχεις καταλάβει καν ακόμη τι πήγε λάθος και πώς καταλήξατε έτσι; Πώς δέχεσαι πως κάποιος, χωρίς καμιά ντροπή, πρώτα δήλωσε πως σ’ αγαπάει και μετά τσαλαπάτησε τον εγωισμό σου και την αγάπη σου, σαν να μη σ’ ερωτεύτηκε ποτέ.
Εν αρχή ην ο έρωτας, το πάθος, η έλξη. Έπειτα έρχεται η αγάπη, γλυκιά και τρυφερή, σαν χάδι πάνω στο δέρμα. Στη συνέχεια ακολουθούν η τα προβλήματα, ο εγωισμός, ο πόνος, ενώ λίγο αργότερα έρχεται πρώτα η άρνηση και μετά η αποξένωση αγκαζέ με την αδιαφορία. Στο τέλος, αφού η σχέση έχει περάσει απ’ όλα τα στάδια και έχει δεχτεί κάθε είδος εξευτελισμού από τα άτομα που την απαρτίζουν, έρχεται η αποδοχή. Το σημείο όπου και οι δύο δέχονται πως το να είσαι δεδομένος μες στην ίδια σου τη σχέση, δε θα ‘πρεπε να αποτελεί επιλογή, ούτε καν κατ’ ανάγκη.
Ο έρωτας είναι για εκείνους τους λίγους που ξέρουν να τον εκφράζουν.