Για όλους υπάρχει μία λέξη που μόλις την ακούν αναριγεί η ψυχή τους. Νιώθουν ένα κρύο αεράκι να τους διαπερνάει και μία αίσθηση γαλήνης. Πόσο ανακουφιστικό που υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους η λέξη αυτή είναι το «δίκαιο». Πόσο τυχεροί είμαστε όλοι μας που μέσα σε όλη αυτήν την αδιαφορία που μας περιβάλλει για τις αδικίες που συμβαίνουν, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που σηκώνονται και μιλάνε στα ίσα όταν κάτι δουν. Άνθρωποι που θα υπερασπίζονταν το κορίτσι στον δρόμο που άκουσε σεξιστικά σχόλια, που θα προστάτευαν το «διαφορετικό» τάχα μου αγόρι από όσους το παρενοχλούσαν, άνθρωποι που θα διαδήλωναν για κάθε ζευγάρι μάτια που κλαίει μόνο πίσω από κλειστές πόρτες και για κάθε σώμα που περνάει άσχημα και δεν το λέει ούτε στο μαξιλάρι του.
Φυσικά είναι ουτοπικό να μιλάμε για δικαιοσύνη στην υπέρτατη μορφή της, ούτε είναι φυσικό να αναμένει κάποιος από τον εαυτό του τελειότητα. Να μην πέσει ποτέ έξω, να μην πάρει τη λάθος απόφαση, να μην υπερασπιστεί το λάθος άτομο. Άλλο αυτό όμως κι άλλο η απαξίωση απέναντι στο δίκαιο. Ο άνθρωπος που δε θέλει να ασχοληθεί με εσωτερικές κι εξωτερικές φωνές που υποδεικνύουν αδικίες, δεν είναι ίδιος με τον άνθρωπο που θέλει να τις ακούσει κι απλώς καμιά φορά αποτυγχάνει. Αρνούμαι να συγκρίνω το νταβατζηλίκι της ψυχής με μία λάθος κρίση. Αρνούμαι, γιατί στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει η θέληση και το δεν μπορώ με το δε θέλω δεν είναι το ίδιο.
Θέμα προτεραιοτήτων είναι. Φαντάσου πόσο αλλαγμένα θα ήταν όλα αν όλοι προσπαθούσαν να τοποθετήσουν τη δικαιοσύνη δίπλα-δίπλα στο βάθρο με τις υπόλοιπες αξίες τις «πιο ουσιαστικές». Αν τη στρίμωχναν ας πούμε στην πρώτη θέση μαζί με την ειλικρίνεια, την ευγένεια, την ευσπλαχνία -ή οποιαδήποτε άλλη αξία τοποθετεί ο καθένας μας εκεί- και μοίραζαν το χρυσό στα δύο. Αν όλοι θαύμαζαν τους ανθρώπους που υπερασπίζονται το δίκαιο κι άφηναν πίσω εκείνους που έφτασαν κάπου, ομολογουμένως εντυπωσιακά, καταπατώντας το. Φαντάσου κάθε φορά που ήμασταν παρόντες σε ένα περιστατικό, να μιλούσαμε, να υψώναμε ανάστημα· όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά για τους γύρω μας. Σκέψου το.
Όταν μας μαθαίνουν να πατάμε στα πόδια μας για να ανέβουμε, καμιά φορά παραλείπουν να εξηγήσουν πως αν δεν έχουμε κάτι να μας κρατήσει ψηλά, θα μας τραβήξει η βαρύτητα. Κι να ξέρεις πως αν σου συμβεί αυτό, θα τη νιώθεις. Θα τη νιώθεις να σε τραβάει και να σε αφήνει να μετράς αντίστροφα ένα-ένα τα σκαλιά τα οποία προηγουμένως ανέβηκες. Κι όλο θα αφαιρείς από «τα περιττά βάρη» της συνείδησης μήπως και ελαφρύνει και μείνεις λίγο ακόμα όρθιος. Δε σου έχουν πει και κάτι ακόμα όμως, δυστυχώς. Όσο πετάς κομμάτι-κομμάτι το λευκό από μέσα σου, τόσο μαυρίζουν όλο τα υπόλοιπα. Σαν να έχεις ένα παράθυρο για μόνη πηγή φωτός κι εσύ να κατεβάζεις λίγο-λίγο το παντζούρι. Πώς περιμένεις να συνεχίσεις να βλέπεις;
Μάντεψε. Θα πέσεις στο απόλυτο μαύρο. Θα χάσεις όλα όσα πίστευες πως κέρδισες με την αδιαφορία σου. Όταν δε φροντίζεις για τον περιορισμό της μόλυνσης, φροντίζεις να γίνεις κομμάτι της. Κομμάτι μιας σιωπηλής επιβράβευσης της αδιαφορίας. Σκοτεινιάζεις λίγο και το μυαλό σου ξεμένει από χρωματιστές μπογιές και πινέλα.
Σε όλη αυτή την έλλειψη χρώματος που επικρατεί όμως, βρέθηκαν άτομα που αντιπροσωπεύουν ακόμα την τέχνη του δίκαιου. Βρέθηκαν άτομα με πολύχρωμο μυαλό από πιτσιλιές. Που δεν άκουσαν τα «η ζωή είναι άδικη» με τα οποία πολλοί μεγαλώσαμε. Που φώναξαν με όλη τους τη δύναμη για κάθε αδίκημα που διαπράχθηκε μπροστά τους. Που δεν κρύφτηκαν για να μην μπλέξουν. Που στο πρόσωπο εκείνου που άλλοι έβλεπαν για τον κακό του παραμυθιού, εκείνοι είδαν ένα μικρό παιδί με σκυθρωπό βλέμμα, μία μάνα καταρρακωμένη, ή έναν άντρα πεσμένο στο πάτωμα. Υπάρχουν άνθρωποι που έκλαψαν για τις αδικίες που είδαν, αλλά έπειτα φρόντισαν αυτές να σταματήσουν. Που απογοητεύτηκαν από τη ματαιοδοξία που τους περιέβαλλε αλλά δεν τα παράτησαν ποτέ· και να ξέρεις, η ουσία ποτέ δεν κρύβεται στο σημείο μηδέν και στην παραδοχή του προβλήματος, αλλά στις πράξεις που ακολουθούν. Μιλάμε για εκείνους που παλεύουν προσωπικά ώστε τα δικά μου και τα δικά σου παιδιά να κάνουν κούνια λιγάκι πιο ανέμελα.
Μπορεί να γελάσει όποια κυνική ψυχή θέλει. Όταν οι άνθρωποι είναι δίκαιοι, η φύση το νιώθει. Όλα μένουν ζωντανά για λίγο περισσότερο, τα χρώματα είναι λίγο πιο πολλά γύρω μας και υπάρχει λίγο παραπάνω οξυγόνο. Ένας δίκαιος άνθρωπος είναι ένας ειλικρινής άνθρωπος, με ενσυναίσθηση. Είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί τις συνθήκες ώστε η ζωή η ίδια να περπατά με χάρη ανάμεσα στο χρόνο και να αψηφά κάθε δυσκολία. Οφείλουμε, αν όχι να γίνουμε αυτοί οι άνθρωποι, να τους προστατεύσουμε, να τους υπερασπιστούμε με τη θέρμη που υπερασπίζονται οι ίδιοι καθετί το υψηλό. Τους οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ και μια νοερή αγκαλιά. Τους χρωστάμε την αναγνώριση που τους αξίζει και μερικά ρεπό από το να είναι απανταχού προστάτες όσων τους χρειάζονται. Μπορούμε να βοηθήσουμε κι εμείς.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη