Ένας άγνωστος αριθμός που έγινε γνωστός, 30 αναπάντητες κλήσεις, 10 ηχητικά μηνύματα στον τηλεφωνητή, περίεργα μεταμεσονύχτια χτυπήματα στην πόρτα. Όλα αυτά που επιτέλους πάψαμε να θεωρούμε ερωτικά και σταματήσαμε να τα ονομάζουμε πράξεις ενός καψούρη ανθρώπου. Γιατί μάθαμε σιγά-σιγά ότι η βία δεν έχει πάντα χέρι να σηκώσει. Δε χρησιμοποιεί πάντα προσβλητικές λέξεις.
Γιατί βία είναι και το stalking ή αλλιώς η παρενοχλητική παρακολούθηση. Το να τηλεφωνείς ή να στέλνεις μηνύματα (γραπτά ή ηλεκτρονικά) ενώ το άτομο σού έχει ζητήσει να μην επικοινωνείς μαζί του. Το να επιβάλεις την παρουσία σου στον άλλον, στον χώρο του, στην εργασία, στον δρόμο. Το να τον προσεγγίζεις ενώ στο έχει απαγορεύσει, να επικοινωνείς με συγγενείς και φίλους για να τον πλησιάσεις, να τον παρακολουθείς ή να παραβιάζεις οποιοδήποτε ιδιόκτητο χώρο. Stalking είναι ακόμη η πλαστοπροσωπία με σκοπό τη δημιουργία προβλημάτων στο άτομο, η ακύρωση υπηρεσιών ή η παραγγελία αγαθών εκ μέρους του.
Βία είναι να σου λέει κάποιος πως τον τρομάζεις, πως δε θέλει να τον ξανακαλέσεις στο τηλέφωνο κι εσύ συνεχίζεις. Βία είναι όταν χρησιμοποιείς και κακοποιείς τον άλλον και τ’ ονομάζεις «αγάπη». Βία είναι να διακόπτεις τον ύπνο ενός ανθρώπου και να καταπατάς τον προσωπικό του χώρο για να χτυπήσεις κουδούνια τα ξημερώματα.
Έχω ασκήσει κι εγώ αυτού του είδους βία σε άνθρωπο. Τον έπαιρνα τηλέφωνα μετά από έναν χωρισμό, περιμένοντας να αλλάξει κάτι και να μου δώσει μία ευκαιρία. Τον ενοχλούσα χωρίς να έχω το δικαίωμα, του τηλεφωνούσα χωρίς να χρειάζομαι κάτι. Του ζητούσα να το επεξεργαστεί ξανά, να σκεφτεί τη σχέση μας -λες και το πρώτο όχι που μου είπε, δεν είχε αξία. Το κατάλαβα σύντομα, ζήτησα συγγνώμη κι απομακρύνθηκα.
Έχουν όμως όλες οι ιστορίες αυτή την κατάληξη;
Γιατί κάποια στιγμή αργότερα τηλεφωνούσαν σε μένα κάποιοι άνθρωποι. Ποτέ δεν έμαθα ποιοι ήταν. Μου είπαν «Ξέρουμε πού μένεις, θα βγεις μαζί μας;». Όταν τους είπα πως μπλοφάρουν, πως δεν ξέρουν καν ποια είμαι, πως δεν είναι αστείο, μου είπαν τη διεύθυνση τη δική μου και των γονιών μου, παπαγάλισαν το όνομά μου κι αυτά των φίλων μου, μού έδωσαν πληροφορίες που είχα μοιραστεί με ελάχιστα άτομα και με απείλησαν. Έκλεισα το τηλέφωνο και πήγα σπίτι κλαίγοντας και περίμενα. Τηλεφώνησα στους φίλους μου και τους παρακάλεσα αν ήταν φάρσα να μου το πουν -μου είπαν πως δεν ήταν αυτοί. Ευτυχώς για μένα, η πόρτα μου δε χτύπησε ποτέ, το τηλέφωνο όμως δε σταματούσε να δονείται. Κι άλλαξα αριθμό και κλειδαριά. Και πάλι καλά δε χρειάστηκε κάτι περισσότερο.
Και ναι, δηλώνω εδώ, επίσημα, πως έχω υπάρξει θύμα και θύτης. Είμαι θύμα γιατί έχω πληγώσει άτομο τηλεφωνώντας και ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία, αρνούμενη να δεχτώ ένα όχι. Έχω υπάρξει θύμα, γιατί με έχουν παρακολουθήσει γυρνώντας από νυχτερινό μαγαζί και με έχουν απειλήσει τηλεφωνικά. Έχω υπάρξει αυτή που φόρεσε τις αλυσίδες στον άλλον κι αυτή που της φόρεσαν τις αλυσίδες.
Κι αν έμαθα κάτι, είναι πως οι αλυσίδες βαραίνουν και τους δύο. Γιατί σαν θύμα, θα ζω πάντα με έναν φόβο, σαν θύτης, θα ζω πάντα ντροπιασμένη για τον άνθρωπο που καταπίεσα. Κι αν έχει σημασία κάτι στο τέλος της μέρας, είναι να παραδεχτούμε πως υπήρξαμε κι εμείς θύτες, πως πονέσαμε καταπιέσαμε και ασκήσαμε βία στο άλλο άτομο. Γιατί όλα ξεκινάνε όταν ονομάζεις τη «βία» «έρωτα». Όταν το τηλέφωνο γίνεται ο τρόπος σου να ελέγξεις, να τρομάξεις, να χειραγωγήσεις το άτομο. Όταν ξεγελάς τον εαυτό σου πως η παρενοχλητική σου συμπεριφορά, πηγάζει από ενδιαφέρον.
Λίγοι ξύπνησαν και σκότωσαν. Λίγοι ξύπνησαν μια μέρα και έστειλαν τη γυναίκα τους στο νοσοκομείο από τραύματα. Όλα από κάπου ξεκινάνε. Και μια μέρα το «την παίρνω συνέχεια τηλέφωνα για να ξέρει ποιος έχει τον έλεγχο», γίνεται «επιβάλλω τον έλεγχο πάνω της με λόγια». Και την επόμενη μέρα τα λόγια γίνονται βρισιές. Και τα όρια που είχαμε θέσει ως θύτες στον εαυτό μας, όλο και πλαταίνουν κι όλο και περισσότερα είδη βίας περικλείουν, αφού τα όρια σιγά-σιγά υποχωρούν και συνηθίζουμε στις τύψεις.
Πείτε μου ποιος δε θα τρόμαζε αν καταλάβαινε ότι κάποιος τον παρακολουθεί. Πείτε μου ποιος δε θα ένιωθε καταπιεσμένος, μόνος και αβοήθητος αν τον απειλούσαν λεκτικά. Πείτε μου ποιος άνθρωπος δε θα φοβόταν αν ο απέναντι δεν έδειχνε να σέβεται τον προσωπικό του χώρο και την ιδιωτικότητά του. Πείτε μου γιατί η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σε πομπό και δέκτη, εξασφαλίζει και στους δύο πως είναι ασφαλείς.
Και τώρα κοιτάξτε κορνίζες δολοφονημένων γυναικών κι αντρών και πείτε τους πως το να παρακολουθείς κάποιον (ακόμα και για να δεις αν σε απατάει), είναι φυσιολογικό. Κοιτάξτε τους και πείστε τους πως αυτός ο κόσμος είναι πλέον ένα ασφαλές μέρος για να ζεις. Μιλήστε τους κι ας μη σας ακούν και υποσχεθείτε τους πως τα παιδιά τους μεγαλώνουν με ασφάλεια.
Γιατί δεν έχουν όλες οι ιστορίες την ίδια κατάληξη. Δε γράφουν όλες οι γυναίκες ούτε όλοι οι άντρες από την άνεση του κρεβατιού τους πως έχουν υπάρξει θύματα αλλά και θύτες. Μερικοί λείπουν. Σε αυτούς τους ανθρώπους δε χρωστάμε μόνο μια συγγνώμη, αλλά και έναν καλύτερο κόσμο. Κι αν δε σηκώσουμε πρώτοι το δάκτυλο να δείξουμε εμάς, θα μας το κόψει η κοινωνία από τη ρίζα.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!