Τι είναι δέσμευση; Για κάποιους, η παραμονή σε μια κατάσταση ή σε κάποιον άνθρωπο κι η ανάληψη σχετικών υποχρεώσεων και γι’ άλλους, ένας ιός υψηλής επικινδυνότητας που για να τον εξολοθρεύσουν, καταφεύγουν στην  απολύμανση που σημαίνει να φεύγουν. Ή κάποια ειδική ουσία με την οποία έρχονται σ’ επαφή και παθαίνουν αλλεργικό σοκ. Εξαρτάται από ποια σκοπιά θα το δεις.

Όλοι φοβόμαστε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα μικρόβια και τις ουσίες τις ύποπτες για εμφάνιση αλλεργιών, πόσο μάλλον εκείνοι που γενικεύουν αυτό το φόβο στη ζωή τους κι ειδικά σ’ οτιδήποτε μεταφράζεται σε σταθερότητα. Και το θέμα δεν τίθεται μόνο αναφορικά με τον ίδιο το φόβο, αλλά στην έννοια της σταθερότητας που την ταυτίζουν με τη στασιμότητα, με το επιχείρημα ότι η σταθερότητα δε σε ωθεί σε νέες ευκαιρίες και δρόμους, μα στην πραγματικότητα η σταθερότητα είναι αυτή που διαμορφώνει έναν μπούσουλα για τη ζωή σου και της χαρίζει μια εικόνα οργάνωσης, για να μπορείς ανεμπόδιστος να οργανώνεις τις κινήσεις σου και να προχωράς μπροστά. Και σίγουρα δεν είναι το ίδιο με τη στασιμότητα που σε περιορίζει στο ίδιο σημείο και δε σου επιτρέπει να κάνεις βήμα.

Θα σου πουν ότι οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, γιατί να δεσμευτούν με τους ανθρώπους; Γιατί να ερωτευτούν; Κι ας δεχθούμε αυθαίρετα ότι ο έρωτας ταυτίζεται με τη δέσμευση, παρ’ όλο που μ’ αυτόν τον τρόπο τον υπονομεύουμε λες κι είναι κανένα αδιάφορο συναίσθημα που υπάγεται στους κανόνες της λογικής, ό,τι πρέπει δηλαδή για τον ορθολογικό τρόπο σκέψης που προάγει η εποχή μας. Το αναφέραμε ήδη. Είναι ένα συναίσθημα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, όπως κι αν το βιώνει κανείς, ή μάλλον καλύτερα, μια έννοια που κατασκευάσαμε και περιλαμβάνει ένα σωρό από συναισθήματα. Μόνο που στη ζωή μας, για να μπορούμε να την ορίζουμε, εισάγουμε καθημερινά έναν υπέρογκο αριθμό εννοιών που συνοδεύονται από συναισθήματα κι ίσως τα συναισθήματα να ‘ναι αυτά που τις νοηματοδοτούν. Δεν πρόκειται μόνο για τον έρωτα.

Μιλάμε για την ασφάλεια που μας προσφέρει το σπίτι μας, η εργασία μας, οι σπουδές μας, οι φίλοι μας, και το καθένα εξ αυτών με διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν οι άνθρωποι που ‘χουν αγαπήσει κάθε γωνιά του σπιτιού τους και που την καθεμία την έχουν συνδέσει με κάτι το οποίο τους είναι αδιανόητο να αποχωριστούν κι ως εκ τούτου, δεν εγκαταλείπουν εύκολα το σπίτι τους. Υπάρχουν εκείνοι που έχουν επιλέξει συνειδητά τις σπουδές, τον τομέα της εργασίας τους και την ίδια την εργασία τους, έχουν αποφασίσει ότι είναι αυτό που γουστάρουν να κάνουν, που γουστάρουν να τους ζορίζει, είναι αυτό που σε μεγάλο βαθμό τους χαρακτηρίζει. Υπάρχουν για ‘κείνους οι φίλοι που σταδιακά πέρασαν απ’ τη σφαίρα της απλής παρέας κι έγιναν αυτό το κάτι παραπάνω, δέθηκαν κι έχτισαν σχέσεις εμπιστοσύνης αδιαφορώντας για το πότε θα γκρεμιστούν, απλώς το ζουν.

Υπάρχουν όμως κι εκείνοι οι γοητευτικά παράξενοι που αρνούνται να δεσμευτούν στην ιδέα να κλειδώνουν και να ξεκλειδώνουν την ίδια πόρτα κάθε μέρα, να λένε την ίδια καλημέρα στον ίδιο γείτονα, να κλείνουν και ν’ ανοίγουν τα μάτια τους στο ίδιο περιβάλλον, το δοκίμασαν και με σβηστά και μ’ αναμμένα φώτα κι αποφάσισαν να το βγάλουν απ’ τη ζωή τους και να προχωρήσουν στο επόμενο που θα βρεθεί μπροστά τους. Κι αντίστοιχα, εκείνοι που ήρθαν σ’ επαφή μ’ ένα γνωστικό αντικείμενο κι είδαν λίγο τι παίζεται, οπότε γιατί να μη πάρουν μια γεύση κι από κάτι άλλο; Εκείνοι που βρήκαν μια άλλη δουλειά σε μια νέα διαφορετική περιοχή στην οποία δεν είχαν περιπλανηθεί μέχρι πρότινος, κι επιτέλους είναι καιρός ν’ απαλλαχθούν απ’ το γνωστό αφεντικό και τις απαιτήσεις του, απ’ τους συναδέλφους με τα ίδια μελαγχολικά και νυσταγμένα μούτρα κάθε πρωί. Κι εκείνοι που ήπιαν ουκ ολίγες φορές τον ίδιο καφέ και  το ίδιο κρασί αντικρίζοντας κάθε φορά τα ίδια πρόσωπα με την ίδια προϊστορία κάθε φορά. Δεν είναι καιρός να γνωρίσουν κάτι διαφορετικό;

Το αιώνιο μότο αυτών των ανθρώπων των γοητευτικά παράξενων; «Πάμε γι’ άλλα!». Γιατί όμως; Επειδή βρεθήκαμε αντιμέτωποι με δυσκολίες στα πρώτα κι είμαστε βέβαιοι ότι δε θα αντιμετωπίσουμε στα «άλλα», στα επόμενα; Επειδή φοβηθήκαμε ότι θα βαρεθούμε ή ότι θα πρέπει να εναποθέσουμε όλη μας την ενέργεια και τη γνώση πάνω σ’ αυτά τα ίδια και τα ίδια, που αργά ή γρήγορα γίνονται μονότονα; Ή επειδή απλά είμαστε τόσο λάτρεις της διαφορετικότητας, τόσο που θέλουμε να τη ζούμε σε κάθε τομέα της ζωής μας κι επειδή δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε σ’ αυτό που οι άλλοι οι βαρετοί ονομάζουν «ρουτίνα»; Επιδιώκουμε την περιπέτεια στη ζωή μας με ‘κείνην την πιο γεμάτη, την πιο ζωηρή της σημασία που φωσφορίζει με το πρώτο φως του πρωινού και μας δίνει το κίνητρο να πάμε μπροστά και να κάνουμε τα ίσια ανάποδα; Ή απλά στην πληθώρα των ευκαιριών που μας παρουσιάζονται, ανοίγουμε διάπλατα τα μάτια μας κι αναλώνουμε κάθε ενεργειακό απόθεμα για να βρούμε την πιο επικερδή που θα μας φτάσει στα ύψη και μαζί θα φτάσει και την υπεροψία μας;

Και μετά απ’ τα τόσα ερωτήματα που προκύπτουν, μπορούμε να πούμε μετά από χρόνια ότι κάναμε κάτι που θυμόμαστε; Έχουμε άραγε εντρυφήσει σε κάτι, το ‘χουμε ζήσει στο πετσί του και σ’ όλες τις σκοτεινές του πλευρές για να μπορούμε να ‘χουμε μια ολοκληρωμένη άποψη για κάτι; Ή λέμε «λίγο απ’ όλα» κι είμαστε καλυμμένοι;

Το θέμα είναι ότι όλα άπτονται των μικρών καθημερινών μας επιλογών. Αν θ’ αφήσουμε τον έρωτά μας, μην τυχόν και τον ερωτευτούμε, αγνοώντας ότι μπορεί να τον ερωτευτήκαμε ήδη κι αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε πιθανότητα συντροφικής αγάπης που περισσότερο θα μας προσφέρει παρά θα μας στερήσουμε, αν θ’ αφήσουμε τη δουλειά και το σπίτι μας για κάτι καλύτερο, αγνοώντας ότι μπορεί να ‘ναι χειρότερο.

Φυσικά κι οτιδήποτε καταφέρνουμε οφείλεται αναντίρρητα στην τόλμη μας κι η αλήθεια είναι ότι χρειάζονται αρκετά κιλά τόλμης για να διεκδικήσουμε και να κερδίσουμε αυτά που αργά ή γρήγορα μπορεί να βρεθούν στα χέρια άλλων. Κι όμως, είναι ανάγκη να πιστεύουμε σε ‘μας και σ’ αυτά που ήδη έχουμε, προκειμένου ν’ αποκτήσουμε περισσότερα. Όλα αυτά που έχουμε είναι η βάση για κάτι μεγαλύτερο, για κάτι καλύτερο. Είναι σημαντικό να επιμένουμε στη βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης κι όχι τόσο στην αντικατάστασή της με μια καινούρια. Εξάλλου, κάθε στιγμή που περνάει είναι ανεπανάληπτη και μοναδική και καμία δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει τη μαγεία της.

 

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου