Κάποτε, στην ακόμα πιο νεαρή μας ηλικία, πολλοί στάθηκαν αντίκρυ μας προσπαθώντας να δώσουν απάντηση στο αιώνιο ερώτημα: «Σε ποιον μοιάζεις εσύ;». Άλλοι, πάλι, είχαν έτοιμη την απάντηση και δε χρειαζόταν να σκεφτούν περαιτέρω. «Μοιάζεις στον πατέρα σου, τέλος!», ή «Ίδιο η μάνα σου είσαι εσύ, χωρίς συζήτηση!».
Σίγουρα έχεις καταλάβει κι εσύ μεγαλώνοντας ότι παίρνεις στοιχεία εμφάνισης και προσωπικότητας απ’ τους γονείς σου, απ’ τον έναν ίσως περισσότερα, απ’ τον άλλον λιγότερα. Τους αγαπάς, οπότε αισθάνεσαι τυχερός για το γεγονός ότι έχεις πάρει κάποια στοιχεία και συνήθειες που θαυμάζεις σ’ αυτούς, είτε αυτό πρόκειται για μια γαλλική μύτη, είτε για το πόσο θαρραλέα ο ένας μπορεί να βάλει κάποιον στη θέση του, είτε για τον τρόπο που γυρίζει το κεφάλι ή κάθεται στον καναπέ. Είναι, λοιπόν, εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες που παρατηρείς σ’ αυτούς κι αργότερα στον εαυτό σου και σκας ένα χαμόγελο.
Ωραία, τώρα είναι ώρα να ξυπνήσουμε ορισμένοι απ’ το όνειρο και να παραδεχτούμε την αλήθεια. Ούτε τη γαλλική μυτούλα της μαμάς έχουμε, ούτε μπορούμε εύκολα ν’ αποστομώσουμε κάποιον, γιατί εκείνη τη στιγμή χανόμαστε στις σκέψεις μας, ούτε έχουμε κληρονομήσει κάποια δική τους συνήθεια που θεωρούμε γοητευτική.
Αντίθετα, έχουμε πάρει όλα αυτά στα οποία κάποτε σίγουρα θα βάζαμε στοίχημα ότι δεν πρόκειται να τους μοιάσουμε. Πολλές φορές, σ’ έβγαζαν έξω απ’ τα ρούχα σου εκείνες οι φωνές που θεωρούσες άσκοπες, εκείνη η τάση τους να σε διακόπτουν για να πουν το δικό τους και να βγουν από πάνω, εκείνο το «Να προσέχεις» που ηχούσε στ’ αφτιά σου σαν σειρήνα και κοκκίνιζες ολόκληρος, επειδή εννοείται ότι θα προσέχεις, όλα αυτά λοιπόν που αποτελούν χαρακτηριστικά των γονέων όλων μας αλλά και κάποια ιδιαίτερα των δικών σου.
Μόνο που αυτό δεν το συνειδητοποιείς σταδιακά, ώστε να μπορέσεις εύκολα να το χωνέψεις και ν’ αποφύγεις τις επιπτώσεις του σοκ. Αρκεί απλώς μια στιγμή, σε χρόνο ανύποπτο, που θα πεις μια λεξούλα την οποία άκουγες απ’ το στόμα τους ή τις φράσεις «Να προσέχεις», «Να μην πιεις πολύ», «Μην ξεχάσεις το μπουφάν σου» σε κάποιον που αγαπάς και θέλεις το καλό του.
Σε εκνεύριζε κάποτε τόσο πολύ αυτή η οργανωτικότητα του πατέρα σου και το ότι είχε τακτοποιημένα τα πάντα στον χώρο, γιατί πήγαινε κόντρα στο χάος σου. Όμως, μεγάλωσες και κατάλαβες ότι χωρίς τουλάχιστον μια υποτυπώδη οργάνωση δεν μπορείς να εργαστείς αποτελεσματικά και να συγκεντρωθείς. Μισούσες το αυστηρό βλέμμα με το οποίο σε κοίταζε, επειδή σου ‘χε πει άπειρες φορές να κάνεις κάτι κι εσύ το αμέλησες, αλλά πλέον καταλαβαίνεις ότι όταν λες κάτι τόσες φορές κι ο άλλος δε σ’ ακούει είναι σαν να μην υπολογίζει πραγματικά τις επιθυμίες και τις ανάγκες σου.
Θα σε πειράξει ενδεχομένως όταν αφιερώσεις κάποιες ώρες απ’ το καταπιεστικό πρόγραμμα της καθημερινότητάς σου για να καθαρίσεις το σπίτι κι όταν κάποιος δεν το σεβαστεί αυτό, σε πιάνει το παράπονο κι αρχίζεις τον μονόλογο που εκφωνούσε η μάνα σου κάθε φορά που πατούσες εσύ στα σφουγγαρισμένα. Κι όταν θα ‘ρθει η ώρα να μαγειρέψεις, περιμένεις μια επιβράβευση και μια ενθαρρυντική κουβέντα απ’ τον άλλον κι επειδή ίσως να μην τη λάβεις αμέσως, αρχίζεις τα γνωστά «Μήπως δε σου άρεσε;», «Μήπως θέλεις να σου βάλω λίγο παραπάνω;». Κι εκείνη τη μοιραία στιγμή, έρχεται η εικόνα της μητέρας να κατακλύσει το οπτικό σου πεδίο, ώστε για λίγα λεπτά δεν κοιτάς τη λάσπη πάνω στο σφουγγαρισμένο δάπεδο, ούτε το φαγητό που ‘χει μείνει στο πιάτο. Απ’ τη μία, ενεργοποιούνται οι αμυντικοί μηχανισμοί με τους οποίους προσπαθείς να βάλεις ένα στοπ στην ιδέα ότι έχεις πάρει τα στοιχεία των γονιών σου που καθόλου δεν ήθελες, απ’ την άλλη, πλέον είναι αργά για να πάρεις πίσω τα λόγια σου.
Αναμφίβολα, οι γενιές εξελίσσονται κι όλοι μας διαμορφωνόμαστε σε μεγάλο βαθμό απ’ τα ερεθίσματα στα οποία εκτιθέμεθα καθημερινά, είτε αυτό λέγεται δουλειά, είτε φίλοι, είτε ζητήματα επικαιρότητας, είτε όλα αυτά μαζί. Ωστόσο, έρχεται η στιγμή που παίρνεις πλέον είδηση ότι υπάρχει ένα διαβολάκι ανάμεσα σε ‘σένα και στην οικογένειά σου που τρίβει συνωμοτικά τις παλάμες των χεριών του χρόνια τώρα, για να σου ψιθυρίσει ξαφνικά στο αυτάκι ότι –ακόμα και να θες– δεν μπορείς να ξεμπερδέψεις απ’ όλα όσα άκουγες απ’ τους γονείς σου –κι ίσως ακόμα ακούς– και σ’ ενοχλούσαν. Ξέρεις πια ότι όλα αυτά θα σε κυνηγούν για μια ολόκληρη ζωή. Και φυσικά η αυλαία κλείνει όταν το διαβολάκι επιβεβαιώνεται πανηγυρίζοντας τη στιγμή που σφίγγεις αμήχανα τα χείλη και ψελλίζεις: «Σαν τους γονείς μου ακούγομαι τώρα».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη