Δε σε χωράει το σπίτι, νιώθεις ότι πνίγεσαι στους τέσσερις τοίχους, νιώθεις ότι στο τέλος θα πέσουν να σε πλακώσουν κι εκείνο το ρημάδι το πρόσωπο ακόμα δε λέει να φύγει απ’ το μυαλό σου. Αναρωτιέσαι αν είναι εκεί που πηγαίνατε μαζί, στο στέκι σας. Κι αν είναι εκεί, πίνει το ίδιο ποτό; Βρίσκεται με τα ίδια άτομα και τους χαρίζει εκείνο το γέλιο το χαρακτηριστικό;
Ξέρεις ότι με το ζόρι κρατιέσαι να πας να βρεις το άτομο αυτό, να του πεις όσα σκέφτεσαι, πως θέλεις να το προσπαθήσετε ξανά. Αλλά όχι, πρέπει με την αδιαφορία σου να δείξεις και τι έχασε. Ντύνεσαι στην πένα, να μη φανεί καμία ατέλεια, να δείξεις ότι συνεχίζεις κανονικά τη ζωούλα σου παρά την απουσία του. Τι απ’ τα δύο, όμως; Είναι ο εγωισμός τόσο ισχυρός ώστε να περάσεις από δίπλα του και να προσποιηθείς πως δεν τον είδες ή είναι τόσο αδύναμος ώστε να πεις όλα αυτά που θέλεις;
Πηγαίνεις στον καθρέφτη και προσπαθείς να βγάλεις από πάνω σου ό,τι σε χαλάει. Αν είναι να βρεθείτε στον ίδιο χώρο, θα φροντίσεις να κάνει αίσθηση η εμφάνισή σου. Και κάπως έτσι, με πρόσωπο αψεγάδιαστο και χαμογελαστό, υπερίσχυσε ο εγωισμός. Και μόνο στη σκέψη ότι δε θα μπορεί να σε αγνοήσει, τρελαίνεσαι.
Μα το χαμόγελο σβήνει όταν φτάνεις στο στέκι σας και δε βρίσκεται εκεί. Σβήνει, γιατί δε λέει να εμφανιστεί μπροστά σου, ούτε τυχαία. Πραγματικά σου ‘ρχεται να περπατήσεις όλη την πόλη για χάρη του, απλά για να τον πετύχεις κάπου και να επιβεβαιωθείς πως θα σε κοιτάξει και θα θυμηθεί τις στιγμές σας. Προσπαθείς να δείξεις ότι δε σε νοιάζει μα το μυαλό σου κάνει τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά. Πού να ‘ναι τώρα αυτός ο άνθρωπος; Τι να κάνει, τι να τον απασχολεί; Μήπως απλά βαρέθηκε κι έκατσε στο σπίτι του; Ή βρήκε άλλη παρέα και κάθονται μαζί στο σπίτι; Κι απάντηση καμία καθώς φαίνεται. Ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε την άλλη εβδομάδα.
Τουλάχιστον να βρισκόταν μπροστά σου έστω και τυχαία να βεβαιωνόσουν ότι είναι καλά, ότι απολαμβάνει το ποτό του και ότι γελάει. Κοιτάς το κινητό σου. Πάνω στο θυμό, τότε, είχες σβήσει ακόμα και τον αριθμό του, όχι πως σε νοιάζει, αφού τον θυμάσαι απ’ έξω ακόμα και τώρα. Βλέπεις την πράσινη κουκκίδα δίπλα από τη φωτογραφία του, ένδειξη ότι είναι ενεργός κι αμφιταλαντεύεσαι, να στείλεις ή να μη στείλεις. Καμία απάντηση πάλι.
Η τύχη όμως ή όποια άλλη δύναμη διέπει τη ζωή μας, δεν αφήνει έτσι κάτι τέτοιες καταστάσεις. Περιμένει, σκηνοθετώντας ενδεχομένως τις κατάλληλες συνθήκες για να δεις αυτό το πρόσωπο όταν πρέπει και όχι όταν εσύ θέλεις κι επιδιώκεις. Εσύ μπορεί να πιστεύεις ότι θα σου φύγει ένα βάρος αν βρεθείτε και δεις πως είναι μια χαρά μα δεν πάει πάντα έτσι.
Θα συναντηθείτε όμως, γιατί κάθε ιστορία έχει αρχή, μέση και τέλος. Και σίγουρα το δικό σας τέλος δεν είναι αυτό. Δε θα ‘ναι λόγια που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν ή που ειπώθηκαν και γκρέμισαν τα πάντα. Αλλά θα ‘ναι ένα τέλος αξιοπρεπές που θα υπογράφει ότι ζήσατε κάποιες ωραίες στιγμές μαζί μα με τους δυο σας πλέον χωριστά.
Θα ‘ναι τότε που δε θα σ’ ενδιαφέρει πραγματικά αν είναι αλλού, ή αν έχει προχωρήσει τη ζωή του, κάτι που θα ‘χεις κάνει κι εσύ. Η περίοδος που περνάς είναι ένα έντονα φορτισμένο χρονικό διάστημα που χρειάζεται να το περάσεις μόνος σου, ώστε να εξαλειφθούν οι πιθανότητες επανασύνδεσης.
Θα δεις αυτό το πρόσωπο όταν θα ‘σαι πραγματικά έτοιμος να το δεις. Και θα το ξέρεις, γιατί πολύ απλά δε θα το σκέφτεσαι. Θα ντυθείς όμορφα όχι για να σε δει και να εντυπωσιαστεί, αλλά γιατί αγαπάς τον εαυτό σου και θέλεις να τον φροντίσεις. Κι ένα αδιάφορο πρωί που θα βγεις για τα τσιγάρα σου, για την εφημερίδα σου, για τα ψώνια σου θα βρεθεί μπροστά σου και θα ‘σαι εμφανισιακά πιο χύμα από ποτέ. Ίσως πεις ένα γεια, ίσως σου έρθουν δυο-τρεις εικόνες απ’ το παρελθόν, όμως μάντεψε, δε θα σε νοιάζει πια. Όχι με τον τρόπο που σε νοιάζει τώρα, αλλά με τον πιο ανθρώπινο, τον πιο τυπικό. Κι εκεί πια θα ξέρεις πως τελείωσε. Όχι γενικά κι αόριστα, μα ειδικά και μέσα σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου