Κάθε φυγή έχει τα ρίσκα της, μα κάτι πάντοτε μένει πίσω. Κάτι που πάνω στην πρεμούρα αφέθηκε ξεχασμένο, μα αργότερα σήμανε τόσα πολλά, γι’ αυτόν που ήξερε να το προσέξει και να κλάψει πάνω απ’ αυτό. Και τότε είναι που οι αναμνήσεις αποκτούν τις διαστάσεις που φοβόμαστε.
Κάθε γωνιά του σπιτιού τη θυμίζει. Η καρέκλα στην οποία καθόταν και γελούσε, το χαλί στο οποίο συνήθιζε να ξαπλώνει, ισχυριζόμενη πως είναι πιο άνετο το πάτωμα απ’ το κρεβάτι. Η σφουγγαρίστρα βρίσκεται στην ίδια θέση όπου την άφηνε, ταιριαγμένη με όλα τα υπόλοιπα καθαριστικά. Ούτε το ίδιο το σπίτι του δεν τον αντέχει πια κι ούτε αυτός μπορεί να το αντέξει.
Ή πέφτει να κοιμηθεί μήπως και ξεχάσει, μα πάντοτε τα όνειρά του είναι γεμάτα μ’ αυτά που πασχίζει ν’ αποφύγει, μα το υποσυνείδητο τού κάνει νούμερα. Σαν τα νούμερα που έκανε αυτή κάποτε πάνω στο σώμα του, σαν τα νούμερα που επικαλούνταν πριν φύγει, προσπαθώντας να σβήσει τα συναισθήματα και να τα μετατρέψει όλα σ’ αριθμητικά δεδομένα που πρέπει να μηδενιστούν για να μην πονάει κανείς πια. Ή φεύγει απ’ το σπίτι σαν κυνηγημένος με την ταχύτητα στο τέρμα να γδέρνει το δέρμα του, παραδομένος στη δίνη του αέρα, με την ελπίδα ο αέρας να πάρει ό,τι του έχει απομείνει απ’ τη μορφή της.
Γυρίζει το βράδυ σ’ όλα τα μέρη που του είχε μάθει εκείνη να σιχαίνεται και προσπαθεί να πάρει τα μάτια του απ’ τα παγκάκια στην παραλιακή όπου πάνω τους γράφονταν ιστορίες ατέρμονες, να πάρει τα μάτια του απ’ οποιαδήποτε κοπέλα έχει το θράσος να της μοιάσει έστω και λίγο, απ’ όποιον άντρα αυτός πιθανολογεί πώς θα άρεσε σε ‘κείνη, ισχυρό κίνητρο για να ρίξει το βλέμμα της πάνω του και να το τραβήξει μακριά απ’ αυτόν τον ίδιο που την κάρφωνε με το δικό του.
Δεν προσέχει πια. Όχι ότι ποτέ πρόσεχε, αλλά τουλάχιστον είχε εκείνη να τον μαλώνει και δε θ’ άλλαζε με τίποτα στον κόσμο τη γκρίνια της που είχε σαν επιχείρημα ότι δεν πρόσεχε καθόλου τον εαυτό του, τις συνθήκες στις οποίες τον εξέθετε και τις συνήθειες τις βλαπτικές που δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το πρόγραμμά του. Αυτό είναι κι εκείνη γι’ αυτόν, μια βλαπτική συνήθεια, απ’ τις πιο αγαπημένες του, απ’ τις πιο ανεκπλήρωτα δικές του.
Πίνει σαν τον τρελό, σαν τον αλκοολικό που είναι η τελευταία του μέρα πάνω στη γη και πρέπει πάση θυσία να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία του ως και την τελευταία σταγόνα. Τα ίχνη που αφήνει στο πέρασμά του είναι κομματάκια πίσσας που πέφτουν λόγω της αναπόσπαστης πλέον καθημερινής τελετουργίας να στρίβει τσιγάρα.
Μοιράζεται τις ανησυχίες του με το σταχτοδοχείο που ‘χει πια σκουριάσει απ’ τις οξειδωτικές του σκέψεις, απ’ τα βάρη που του εναποθέτει για να μπορεί κάπως να αλαφραίνει μέσα του, όταν η θύμησή της έχει αποφασίσει με το έτσι θέλω να στήσει καραούλι στο μυαλό του, μέσα του, όταν αποφασίζει να ριζώσει στα πιο βαθιά γόνιμα εδάφη του, στα κόκαλά του που κάποτε έσφυζαν από δύναμη και πυγμή και τώρα αυτές έχουν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν.
Κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και τίποτα πια δεν μπορεί να αναστρέψει την κατάσταση. Το πρόσωπό του είναι μουδιασμένο, τα χείλη του έχουν σκάσει απ’ την αφυδάτωση και μόνο το έντονο πράσινο των ματιών του είναι εκεί να του υπενθυμίζει πως ίσως υπάρχει ελπίδα, πως ίσως αξίζει να μην αφήσει αυτήν την ελπίδα να φύγει. Μα κι αυτή φεύγει όταν το πράσινο σκοτεινιάζει στη συνειδητοποίηση ότι είναι τόσο μόνος σ’ αυτόν τον τόσο μοναχικό κόσμο, όπου καθένας μόνος του βρίσκει ανθρώπους μόνους για να νιώθει στο τέλος και πάλι μόνος.
Γυρίζει σπίτι και πετάει στο πάτωμα τα λιωμένα ρούχα, τα προσαρμοσμένα στους ταλαιπωρημένους αγκώνες του, στη συνήθειά του να τραβά τον γιακά στο λαιμό του για να μη νιώθει τόσο πνιγμένος. Πνιγμένος μέσα στα ρούχα του, στην ψυχή του που έχει στραφεί κι αυτή εναντίον του, πνιγμένος απ’ όλους τους άλλους που χάνουν πάσα ιδέα.
Θα τα πετάξει όλα. Το αποφάσισε. Θα κάνει τον εαυτό του σκουπίδι, μα πρέπει να προχωρήσει μπροστά. Αφήνει ένα ουρλιαχτό να φύγει από μέσα του και που ανεχόταν να καταπιέζει τα σωθικά του.
Ώσπου, το μάτι του παίρνει την οδοντόβουρτσά της που είχε αραχνιάσει στο γυάλινο ποτήρι. Πόσο καιρό βρισκόταν εκεί; Ήταν εκεί κάθε πρωί που άνοιγε τα αγουροξυπνημένα ματάκια της μέσα στις τσίμπλες της και κάθε βράδυ που πάλευε να τα κρατήσει ανοιχτά απ’ την κούραση. Είναι ακόμα εκεί αυτό που του θυμίζει το στόμα της που λάτρευε να γεμίζει με φράουλες την άνοιξη, τα χείλη της που έβαφε κι αμέσως ξέβαφε για να τον φιλήσει, τη γλώσσα της που έβγαζε για να τον κοροϊδέψει, τα δόντια της που χρησιμοποιούσε για να δαγκώνει την ύπαρξή του, αφήνοντάς του σημάδια αιώνια. Είναι εκεί αυτό που του θυμίζει εκείνο το χαμόγελο που σβήνει κάθε άσχημη σκέψη, που τον κάνει κι αυτόν να χαμογελάει, που είναι η μόνη ελπίδα ότι ίσως ξαναγυρίσει, ίσως αλλάξει γνώμη, ίσως πεθαίνει να χαθεί στην αγκαλιά του και να μη βγει ποτέ ξανά.
Δεν είχε ξεχάσει την οδοντόβουρτσα. Την είχε αφήσει εκεί επίτηδες, δεν ξέρεις πόσο πονηρή ήταν και πόσο φτιαχνόταν να τον βασανίζει. Πάντα άφηνε κάτι πίσω, για να ‘χει λόγο να επιστρέψει, ε;
Πλέον το ξέρει ότι είναι αναντικατάστατη κι αυτό είναι η πιο ήρεμη παραδοχή του. Τα αντίγραφά της πλέον δεν του λένε τίποτα, ξέρει εξάλλου ότι το κρεβάτι τους της ανήκει, ότι το μαξιλάρι της έχει ακόμα την κλίση απ’ το κεφάλι της κι ότι ακόμα έχει μείνει μια τρίχα της ανέγγιχτη εκεί. Λίγο ξανθιά, λίγο κόκκινη, λίγο καστανή, λίγο απ’ όλα τα χρώματα που την προβλημάτιζαν καθώς χτενιζόταν.
Θα τα πετάξει όλα. Και τις σκέψεις του και την οδοντόβουρτσα που τον στοίχειωνε και γρατζουνούσε τον εγωισμό του με τα τριχάκια της κι όλα. Το αποφάσισε. Θα κάνει τον εαυτό του σκουπίδι, θα τον πετάξει κι αυτόν, με την προοπτική να γεννηθεί ένας νέος κι όλα τα σκουπίδια, όλα τ’ ανώφελα να οδηγηθούν εκεί που τους αρμόζει. Στη μεγάλη μαύρη σακούλα, στον μεγάλο κάδο απορριμμάτων, βαθιά μέσα στη μεγάλη του ψυχή, αποθηκευμένες αναμνήσεις σαν εκθεσιακά κομμάτια με χρησιμότητα καμιά. Σαν όλα αυτά που έζησε, σαν όλα αυτά που του τώρα του μαθαίνουν τη σωστή χρήση του παρατατικού, του ξεκαθαρίζουν τον ενεστώτα μέσα στα συντρίμμια του και του δείχνουν τον φωτεινό χορό του μέλλοντος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου