Όταν πίνεις, να ‘ρχεσαι να τα λέμε. Μου αρέσεις πολύ όταν δε λογαριάζεις από φράγματα κι άμυνες. Γίνεσαι εκείνος ο άνθρωπος που διψάει για έρωτα και το δείχνει έμπρακτα με το να ‘ρχεται λίγο πιο κοντά και ν’ αφήνει το αυστηρό του πρόσωπο να πέσει σε λήθαργο.
Πέρασα πολλά βράδια με το να σκέφτομαι πώς θα σε ξεκλειδώσω, ώστε να με νιώθεις κομμάτι σου κι εγώ εσένα δικό μου. Όμως αυτή η απολυτότητα που σε χαρακτήριζε, καθώς κι η τάση σου να τα απορρίπτεις όλα μ’ ένα βλέμμα, μου έδιναν συνεχώς το κίνητρο να ψηλαφίζω με τα μάτια μου το σώμα και το μυαλό σου, με στόχο να βρω τα κουμπιά σου, να τα πιέσω διακριτικά και μ’ ένα πάτημα ν’ αρχίσουν να παίζουν μια μελωδία που θα σε χαλαρώσει, αφήνοντάς σε στα χέρια μου.
Ήξερες, όμως, ότι μαζί μου θα βρεθείς σε σημείο όπου θ’ απέχεις χιλιόμετρα απ’ τη ζώνη άνεσής σου, αφού τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει, αφού είμαι αποφασισμένη να περιμένω στο κατώφλι σου μέχρι να κατακτήσω κάθε εκατοστό σου.
Μέχρι που τελικά ένα βράδυ βρεθήκαμε τυχαία στο γνωστό μαγαζί που κι οι δύο συχνάζουμε. Θα ορκιζόμουν ότι εκείνο το βράδυ έγιναν όλα με μια τόσο προγραμματισμένη τυχαιότητα που μέχρι κι η ίδια η φύση δεν μπορούσε να δώσει απάντηση στη μοίρα που είχε αποφασίσει να ρίξει τα χαρτιά της κι όποιον πάρει ο Χάρος. Σε είδα να ξεδιπλώνεσαι, σε είδα να με πλησιάζεις και να μου λες ιστορίες ανεκδοτολογικές, παρ’ ολίγον ουτοπικές. Σ’ άκουσα να αραδιάζεις ψέματα για το πόσο σου αρέσει το γαλάζιο των ματιών μου, τάχα επειδή σου θυμίζει τη θάλασσα, κι εγώ γελούσα επειδή τα μάτια μου έχουν στην πραγματικότητα βαθύ καστανό χρώμα. Τόσο τύφλα ήσουν.
Απ’ έξω χαμογελούσα κι έδειχνα άνετη μπροστά στους μέχρι εκείνη την ώρα νηφάλιους που κοιτούσαν αποσβολωμένοι εσένα να μου χορεύεις, εσένα που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν ξεκολλάς απ’ το σκαμπό. Και τότε δεν ξεκολλούσες από ‘μένα. Κι όλη αυτή η υπερβολή στη ματιά και στις πράξεις σου μ’ έκανε από μέσα μου να σπάω, γιατί στόχος μου δεν ήταν απλά να σε κατακτήσω για μία νύχτα αλλά για όλες τις ημέρες και τις νύχτες. Γνώριζα πολύ καλά ότι το επόμενο πρωί θα έκανες πως δε με ξέρεις, γι’ αυτό και προσπαθούσα κι εγώ να χαθώ στα ποτά και στις επιπτώσεις τους, μήπως και φύγει απ’ το μυαλό μου αυτή η ενοχλητική σκέψη.
Τουλάχιστον για ένα βράδυ μπορώ να πω πως σε είχα. Κι αν είχα από πριν καταλάβει ότι η αλήθεια και το ψέμα σου είναι ένα μπουκάλι δρόμος, απ’ την αρχή θα σε κερνούσα τα σφηνάκια, όπως με κερνάς απογοήτευση με την αλήθεια σου, την οποία ακόμα παλεύω να αποδεχτώ. Ωστόσο, μένω ακόμα προσκολλημένη στο ψέμα σου, γιατί είναι αυτό που με βολεύει. Είναι αυτό που βολεύει το στραπατσαρισμένο εγώ μου σε μια αναπαυτική θέση, για να μην τσαλακώνεται άλλο.
Όταν πίνεις, να ‘ρχεσαι να τα λέμε. Να ‘ρχεσαι στ’ αστεία και με τα μεγαλειώδη σου ψέματα να με κάνεις να πιστεύω στο παραμύθι μας, όταν χάνεσαι και δεν υπάρχει κάτι άλλο για να πιστέψω. Να ‘ρχεσαι να καταλαμβάνεις την πρωτιά στο οπτικό μου πεδίο, να σε χορταίνουν τα μάτια μου, να μου ψιθυρίζεις όσα θέλεις και δεν μπορείς να ελέγξεις, να σε χορταίνουν τα αφτιά μου, αφού δεν μπορεί να σε χορτάσει η ψυχή μου.
Έχω ακούσει πολλούς να μου λένε πως ο άνθρωπος όταν πίνει βγάζει στη φόρα τον πραγματικό του εαυτό κι εννοούν ότι εκφράζει τα συναισθήματά του ατόφια, χωρίς περιορισμούς κι αναστολές. Εσύ βγάζεις στη φόρα τον πραγματικό σου εαυτό, που ψεύδεται συνεχώς περιφρονώντας μ’ αυτόν τον τρόπο ό,τι υπάρχει γύρω του, κι αυτό έχει εμφανή διαφορά.
Όταν πίνεις, να ‘ρχεσαι να τα λέμε. Εγώ θα σου λέω τα νέα μου και κάπου εκεί θα σου πω πως γράφω για ‘σένα κι εσύ θα μου πεις πόσο υπέροχα γράφω, κι ας μην έχεις διαβάσει λέξη από ‘μένα, ξέρεις πως ολόκληρο το ράφι με τα ποτά που προτιμάς γνωρίζει τα πάντα για ‘μένα, γι’ αυτό και σε φέρνει κοντά μου απόψε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη