Πίσω από κάθε μετακόμιση, κρύβεται ένα κουφάρι άνθρωπος που έβαλε το 100% της δύναμής του ν’ αντέξει και να καταφέρει να υλοποιήσει αυτήν τη μεταφορά. Δε φαίνεται, δεν το συζητάμε όσο θα έπρεπε, αλλά η αλλαγή σπιτιού είναι συναισθηματικά και σωματικά εξουθενωτική. Από την ώρα που τρυπώνει η σκέψη στο κεφάλι σου μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο που πετάς αυτές τις κούτες, που κάποτε έκρυβαν όλη σου τη ζωή, στοιβαγμένες κι ετοιμόρροπες σε μια γωνιά του τότε σπιτιού σου. Όσο αναγκαστικό κι αν είναι καμιά φορά, τόσο θλιβερό γίνεται, πόσω μάλλον όταν είναι το πρώτο σου σπίτι, αυτό το όμορφο, γλυκό, τσιμεντένιο τετράγωνο που έχει αποθηκεύσει χαρές, θλίψεις, όνειρα.
Με κάθε απόφαση μετακόμισης ξεκινάει αυτή η τρέλα, όπως θα έλεγε κανείς, του άγχους και των νεύρων. «Όχι, δε μ’ αρέσει η περιοχή», «Όχι, είναι πολύ μικρό», «Όχι, είναι πρώτος όροφος». Κόψε, ράψε, σκίσε, ξανά ράψε. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Από περιοχή σε περιοχή, λαχανιασμένα να προλάβεις τον μεσίτη, γιατί σε περιμένει. Όχι, μπες και facebook market place, μπορεί ν’ ανέβει κάποια καλή αγγελία χωρίς μεσίτη. Δώσ’ του πάρ’ του, μηνύματα από (κυριολεκτικά) όποιον γνωστό υπάρχει με αγγελίες και προσφορές για ενοικιαστήρια. Τρέχα εδώ, κοίτα εκεί, μεσιτικό εδώ, αγγελία σε κολόνα εκεί. Πρόλαβέ τα όλα: ψάξιμο, δουλειά, ζωή. Ένας πανζουρλισμός που επικρατεί μέχρι επιτέλους ν’ ακουστεί αυτό το -του ονείρου θα έλεγε κανείς- «θα το νοικιάσω». Τι αγαλλίαση, τι ειρήνη επικρατεί στο κεφάλι και στο στομάχι σου όταν επιτέλους το μεγαλύτερο κομμάτι έχει τελειώσει. Νομίζεις.
Έλα μου, όμως, που έρχεται και σου χτυπάει πάλι το άγχος την πόρτα και σου λέει «Συγνώμη, επειδή έκλεισες το σπίτι νομίζεις ότι τελείωσες; Σήκω!» Και ξανά μανά από την αρχή ο πανζουρλισμός που λέγαμε. Γιατί δεν είναι μόνο ότι πρέπει να μεταφέρεις τα πράγματά σου, κυριολεκτικά να πάρεις στα χέρια ό,τι έχεις και δεν έχεις -υλικό κι άυλο. Τρέχα στον πάροχο τηλεπικοινωνίας να κάνεις μεταφορά στοιχείων, τρέχα στον πάροχο ρεύματος να κάνεις μεταφορά συμβολαίου, ΔΕΔΗΕ, θέρμανση, σταθερά και δε συμμαζεύεται, για να μη χάσεις επιπλέον λεφτά σε ήδη υπάρχοντα συμβόλαια. Επικοινωνίες που πρέπει αν κάνεις 6-7 φορές για να κατανοήσουν οι εταιρίες πως «μετακόμισα χρυσή μου».
Τελειώνεις με τις επικοινωνίες, πληρώνεις και τα κοινόχρηστα, μαζεύεις, πακετάρεις, καθαρίζεις, έρχεται η μεταφορική, τα κουβαλάει, τα πηγαίνει στο καινούργιο δικό σου σπίτι, σε γδέρνει, αχ τι καλές οι μετακομίσεις ρε παιδιά! Κι εσύ κάπου στη μέση του παλιού σου σπιτιού, αγκαλιά με φίλους, να χαζεύεις αυτό το άδειο, κενό, τετράγωνο που μέχρι και πριν από λίγο φιλοξενούσε ένα μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής σου. Εκεί που παίζατε χαρτιά με τα παιδιά, όταν σκόνταψες και χτύπησες στη γωνία του τραπεζιού που πλέον δεν είναι εκεί, όταν κόπηκες στην κουζίνα κι ήρθε η κολλητή σαν τρελή να σε μαζέψει. Παίζουν οι αναμνήσεις στο κεφάλι σαν να βλέπεις ταινία μικρού μήκους. Όπου και να κοιτάξεις, στην παραμικρή γωνία, υπάρχει κι ένα φιλμ. Παίζει χωρίς το play -είναι αυτόματο- πηγαίνει ανάλογα με τη φορά του ματιού. Βουρκώνεις λιγάκι, κλείνοντας ένα κεφάλαιο της ζωής σου, ένα γεμάτο σπίτι που είχες ξεχάσει την αρχική του μορφή, και τώρα, ξαφνικά είναι άδειο και δεν το αναγνωρίζεις.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πόσο δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο ν’ αλλάζει συχνά σπίτι; Το κενό που νιώθει μέσα του επειδή άφησε ένα κομμάτι της ζωής του πίσω, κλεισμένο σε 4 τοίχους που πλέον θα λερώνονται από κάποιον άλλον; Δεν είναι απλή η μετακόμιση, θέλει τόλμη και γοητεία να πάρεις τέτοια απόφαση, ν’ αφήσεις τις αναμνήσεις σου πίσω. Θέλει κότσια γερά και φίλους βράχους να βοηθήσουν, να στηρίξουν, να κουβαλήσουν τα όνειρά σου γι’ αυτό το κάτι καινούργιο. Ίσως εν τέλει, μετά από πολλά δάκρυα, συνειδητοποιείς ότι το σπίτι σου δεν είναι τέσσερις τοίχοι που αποφάσισες να νοικιάσεις. Είναι τα πράγματά σου κι οι άνθρωποί σου που το γεμίζουν και το κάνουν σπίτι σου, μ’ αυτά που ζείτε μαζί, κλεισμένοι εκεί μέσα. Είναι τα καλύτερα που έρχονται, σε μια καινούρια γειτονιά αρχές του Μάη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου