Καθημερινή στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όμορφο πολυσύχναστο καφέ. Δύο άντρες κάθονται αραχτά πίνοντας την καφεδάρα τους κι έτυχε να κάθομαι δίπλα τους όσο συζητούσαν κάτι θέματα περί δουλειάς. Θα έλεγε κανείς πως είναι φίλοι, ίσως και συνάδελφοι που έγιναν φίλοι στην πορεία. Σημασία έχει ο διάλογος που ακολούθησε. Πιο συγκεκριμένα, ο ένας από τους δύο κυρίους επισήμανε πόσο τον έχουν κολακεύσει στη δουλειά του και πόσο φαίνεται πώς είναι ένας από τους καλύτερους ή ίσως κι ο καλύτερος στον τομέα του αυτή τη στιγμή στην εταιρεία. Αυτό όμως που μου παρακίνησε το ενδιαφέρον είναι ότι η απάντηση του φίλου του ήταν λίγο περίεργη, περιπαιχτική και με διάθεση να υποτιμήσει το συμβάν, σαν ο πρώτος να υπερέβαλε ή σαν, εφόσον ήταν αλήθεια, να μην έπρεπε να το πει.
Κι έρχομαι εγώ τώρα να ρωτήσω. Γιατί να είναι κακό να κάνουμε μια φιλοφρόνηση στον εαυτό μας για τα κατορθώματά του; Δε θα έπρεπε να είναι. Μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία, δυστυχώς, που ό,τι καλό και να κάναμε έπρεπε πάντα να το κρύβουμε, να το αφήνουμε να φανεί μόνο του, ή να περιμένουμε πάντα άλλους να μας το επιβεβαιώσουν. Τι θα πει ο κόσμος και πώς θα εμφανιστείς σ’ αυτόν τον κόσμο. Κρυβόμασταν πίσω από το δάχτυλο του χεριού μας, μην τυχόν μας περάσουν για ψωνάρες, μη μιλήσουν αρνητικά για εμάς, μη ρεζιλέψουμε το οικογενειακό όνομα, μην και δε φανεί ο σεβασμός μας στην πολιτεία!
Έχει μάθει ο κόσμος να κράζει με το παραμικρό παραστράτημα που θα δει. Και παραστράτημα να μη δει, βέβαια, πάλι θα κράξει! Γνωστοί και ξένοι. Κι άντε, αυτό μαθαίνουμε να το διαχειριζόμαστε, λέμε πως δε θα έπρεπε να μας νοιάζει καθόλου, δεν το πολυτηρούμε βέβαια αλλά υπάρχει έστω μια βάση. Κάποιος που δε σε ξέρει και δεν πρόκειται να σε γνωρίσει γι’ αυτό που είσαι, άλλωστε, δε θα έπρεπε εξαρχής να βγάζει ένα συμπέρασμα προς το άτομό σου. Τα θετικά όμως και τα όμορφα, βρε παιδιά, γιατί να τα κρύψουμε κι αυτά; Και στη χαρά μας τάπα;
Είναι καιρός όλες αυτές τις μπούρδες που έμειναν από τα χρόνια των παππούδων μας να σταματήσουν. Έχουν έρθει κι έχουν ξεμείνει από μια εποχή που τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Κάθε τι καινούργιο, επικρινόταν κι ήταν δακτυλοδεικτούμενο γιατί έτσι είχαν μάθει, δεν πήγαιναν εύκολα ταξίδια τότε, δεν υπήρχαν τα μέσα ενημέρωσης, τα social media, δεν ήξεραν κάτι άλλο πέρα από τον δικό τους τρόπο ζωής, τα δικά τους ήθη και έθιμα, τα οποία ήθελαν να διαφυλάξουν γιατί για χρόνια τα είχαν στερηθεί. Υπήρχε φόβος, που είχε μείνει με τα χρόνια, υπήρχε ζήλια γιατί υπήρχε φτώχια και περιορισμένες δυνατότητες. Τώρα όμως; Κι ως προς εμάς, που ζούμε με το σύνδρομο του απατεώνα, αυτό το περίεργο αίσθημα που δημιουργείται όταν νομίζεις πως δεν είσαι αρκετά καλός σ’ αυτό που κάνεις και πως εν τέλει εξαπατάς τους γύρω σου με το να υποκρίνεσαι πως είσαι, ας δούμε πια πως προκύπτει κυρίως από την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να αγγίξουμε το τέλειο ή πως αν δεν το κάνουμε δε θα μας αγαπήσουν. Κι αυτό δεν αφορά κανένα ήθος και κανένα έθιμο, είναι διαχρονικό και πηγάζει από την ανάγκη μας (που δεν ικανοποιείται) να εκφραζόμαστε ελεύθερα, να επαινούμε ο ένας τον άλλον και τον εαυτό μας, να μη φοβόμαστε πως αν δείξουμε πόσο καλοί είμαστε, κάτι κακό θα συμβεί.
Οπότε όχι, δεν είναι κακό να μιλάμε για το πόσο υπέροχοι είμαστε σε αυτό που κάνουμε! Εσύ, φίλε, διπλανέ, που με κράζεις που καμαρώνω για τον εαυτό μου, μπορείς να ξέρεις τι πέρασα για να φτάσω ως εδώ; Πόσα ξενύχτια χρειάστηκαν γι’ αυτό το πτυχίο; Πόσα χρήματα έχω δαπανήσει από τα μεροκάματά μου για να μπορέσω να πάρω αυτό το μεταπτυχιακό που μου βγήκε ο κούκος αηδόνι; Μπορείς να ξέρεις πόσα βράδια έμεινα άγρυπνη, αγχωμένη για την εξεταστική; Πόσα βράδια δεν κοιμήθηκα για να διαβάσω όταν το πρωί δούλευα και κάπως έπρεπε να συνδυάσω ζωή/επιβίωση και τα όνειρά μου; Πόσα μεθύσια κι αναμνήσεις με τα φιλαράκια μου σπατάλησα για να καταφέρω να φτάσω εδώ που είμαι τώρα; Πόσα πράγματα στερήθηκα, για να καταφέρω στα 30 μου να είμαι εδώ και να είμαι η καλύτερη στην εταιρεία μου! Και στην τελική, βρε παιδιά, γιατί να μη χαιρόμαστε όταν τα καταφέρνουμε; Γιατί να πρέπει να βάλουμε μέτρο και στο κατόρθωμα;
Εν τέλει, μπορεί ο φίλος που επέκρινε αυτή τη στάση, να το είπε με αφέλεια και συμπόνια, ο δικός μου εγκέφαλος όμως έτρεξε κατοστάρι και θυμήθηκε όλες εκείνες τις φορές που με έκραξαν γιατί χάρηκα με ένα μου επίτευγμα και το έδειξα. Δε θα χαρούν όλοι με τις χαρές μας, ούτε θα μας καμαρώσουν για τα επιτεύγματά μας and it’ s okay. Όμως αυτό δε σημαίνει πως δε θα τα χαιρόμαστε κι εμείς.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου