Χωριό· σύμφωνα με το αγαπημένο βικιλεξικό η ετυμολογία είναι η εξής: «οικισμός που αποτελείται από λίγα σπίτια και κατοίκους, λιγότερους από αυτούς της πόλης και της κωμόπολης.» Δεν το λες και λάθος, αλλά σίγουρα για εμάς που είχαμε την τύχη και μεγαλώσαμε σ’ ένα μικρό χωριουδάκι κάπου στα βουνά ή τα λαγκάδια της Ελλάδας, δεν είναι μόνο ένας μικρός πληθυσμιακά οικισμός, είναι πολλά παραπάνω! Είναι η ησυχία, η ανεμελιά, η φύση, τα ζώα, το stress-free lifestyle, η καλημέρα από τον γείτονα με καφέ και κουλουράκια, το φρέσκο ψωμί της γιαγιάς κάθε πρωί με βιτάμ και μαρμελαδίτσα από τα χεράκια της τον περασμένο Μάη.
Ήμασταν κι είμαστε πολύ τυχεροί εμείς που είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε σ’ ένα χωριό κι ας μην το καταλαβαίναμε όσο συνέβαινε. Γιατί βιαζόμασταν να φύγουμε, να γνωρίσουμε όλα όσα βλέπαμε ότι μπορούμε να έχουμε στην πόλη. Ξεκίνησε και το σχολείο, χιλιόμετρα πάνε-έλα καθημερινά, φροντιστήρια διάβασμα και το κακό συναπάντημα. Ξεκίνησε να σε χώνει και ο πατέρας για δουλειά και η μαμά με τις δουλειές του σπιτιού γιατί «πρέπει να μάθεις να βγεις άνθρωπος στην κοινωνία». Πνιγμός και πίεση, στεναχώρια και χαρά μαζί. Ανυπομονησία για το αύριο, «πότε θα μεγαλώσω να φύγω», «πότε θα τελειώσει το σχολείο», «πότε θ΄αρχίσει το πανεπιστήμιο».
Κάπου στα 17-18, τελείωσε το σχολείο κι ήρθε το πανεπιστήμιο σε κάποια μεγάλη πόλη της Ελλάδας. Όλο και λιγότερες επισκέψεις στο χωριό, ανέμελη ζωή με φίλους, γκομενικά, χαμός. Ξέφρενα χρόνια το ξεκίνημα της εργένικης ζωής. Τελείωσαν οι σπουδές, το γιόρτασες, το γλέντησες, ξεκίνησε η εργασία. Καινούργιο σπίτι, πιο μεγάλο, να χωράνε τα όνειρα κι η ελπίδα του μέλλοντος. Δουλειά 5/7 8ώρο με κάποιες άδειες μέσα στον χρόνο· στην αρχή δεν παραπονιέσαι, είναι όλα μέλι γάλα. Είναι ο ενθουσιασμός της ανεξαρτησίας, που είναι όλα γραμμένα στο όνομά σου, τα πληρώνεις όλα με δικό σου μισθό, είσαι ανεξάρτητος, τέλος! Οι επισκέψεις στο χωριό έχουν ελαττωθεί ακόμα περισσότερο, λόγου του φόρτου εργασίας. Και περνάνε τα χρόνια σιγά-σιγά, ρουτινιάζεις στην πόλη, γεμάτη κορναρίσματα, θλιμμένες φιγούρες να τρέχουν να προλάβουν, φωνές, φασαρία, καυσαέριο.
Και τότε σε χτυπάει σαν κεραυνός. Αυτή η ανέμελη ζωή από την οποία ήθελες τόσο πολύ να ξεφύγεις, άρχισε ξαφνικά να σου λείπει αφόρητα και με κάθε αναποδιά, θέλεις να τρέξεις να κρυφτείς σ’ εκείνο το χωριουδάκι, που σε ξέρει καλύτερα από τον καθένα. Όχι ότι θα ξανά γύριζες, πάει τώρα, έφτιαξες τη ζωή σου, τα όνειρά σου, δε μετανιώνεις που ζεις στην πόλη κι όχι στο χωριό. Ούτως ή άλλως στο χωριό δε θα κατάφερνες όλα αυτά που ήθελες. Απλώς αρχίζεις και συνειδητοποιείς πόσο καλό σου έκανε που μεγάλωσες σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον κι υπάρχει εκεί, στην άκρη, για τις δύσκολες ώρες. Μπορεί να είναι λίγο δύσκολη η επιβίωση στο χωριό σε σύγκριση με την πόλη, με τις αποστάσεις, τη συγκοινωνία κι όλα αυτά που λείπουν από ένα χωριό, όμως σου προσφέρει ουσιαστική γαλήνη κι αυτό δεν αναπληρώνεται. Είναι άλλου είδους η ζωή στο χωριό, σκληρή κι απαλή ταυτόχρονα, σου διδάσκει μια νοοτροπία πιο ειλικρινή.
Δεν το εκτιμήσαμε όταν έπρεπε, όσοι μεγαλώσαμε σε χωριό, σίγουρα όμως καταλάβαμε την αξία του όταν φύγαμε. Αυτήν την ηρεμία και την απλότητα που σου προσφέρει το χωριό που δεν μπορεί να την αντικαταστήσει καμία ηχομόνωση, καμία εφεύρεση, κανένας καφές στο κέντρο με παρέα, κανένα μισελενάτο εστιατόριο. Γι’ αυτό, αγαπάμε το χωριουδάκι μας, που μας χάρισε αναμνήσεις μοναδικές, ανεξίτηλες στον χρόνο, μέσα στους αγρούς, τις λάσπες και τα ζώα. Είμαστε οι πιο τυχεροί άνθρωποι στον κόσμο χωρίς να το ξέρουμε. Όσο εμείς το είχαμε στα εύκαιρο στα πόδια μας, άλλοι το ψάχνουν σαν νερό στην έρημο· γιατί καταβάθος σαν το χωριό δεν έχει!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου