Είναι μεσημέρι Πέμπτης κι έχεις μόλις τελειώσει το σχολείο. Γυρνάς αργά και βασανιστικά -οριακά ένα ξύπνιο ζόμπι- σπίτι σου κι εκεί σε περιμένει, στην αγκαλιά της μαμάς σου, μέσα στην τρελή χαρά, μια χνουδόμπαλα, ένα τετράποδο τερατάκι που για τα επόμενα 10 χρόνια θα είναι ο καλύτερός σου φίλος. Τόσες μέρες αδιάκοπου κλάματος προσπαθώντας να πείσεις τους γονείς σου να σου πάρουν κατοικίδιο, επιτέλους έγινε πραγματικότητα, και πια, το κρατάς μέσα στην αγκαλιά σου, σαν παιδί σου.
Δε φανταζόσουν ποτέ πώς ένα τετράποδο ζωντανό θα μπορούσε να γίνει ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής σου. Στα δύσκολα και στα εύκολα, να είναι εκεί να σε στηρίζει κι ας μην μπορεί να σου μιλήσει. Να παίζει μαζί σου και να κλαίει μαζί σου. Να μη σε αφήνει από κοντά του κι εσύ να μην μπορείς μακριά του. Ό,τι και να έρθει μέσα στη μέρα σου, ό,τι να έχεις και να κάνεις, πάντα στο τέλος αποζητάς την παρέα του, την ηρεμία του. Τις αμέτρητες βόλτες στα βουνά και στα λαγκάδια, με την αμέριστη προσοχή του πάνω σου. Να το βλέπεις να μεγαλώνει κι από το κουταβάκι που ήταν να γίνεται μεγάλος αρσενικός ποιμενικός. Να τον καμαρώνεις, πώς σε προστατεύει και πώς γίνεται λιώμα στο χάδι σου. Ο κολλητός σου σε τετράποδο.
Μεγαλώνετε, μαζί: Ένας χρόνος για σένα εφτά γι’ αυτόν. Ζείτε μαζί όλες τις τρέλες της εφηβείας σου. Ήταν, είναι και θα είναι για πάντα ο βράχος που στηρίζεσαι σε όλους τους τσακωμούς με τη μάνα σου. Σαν τις βόλτες σας, δε βρίσκεις πουθενά. Μπορεί να μη μιλάει, όμως ξέρεις ότι κατανοεί. Σε ηρεμεί, σου μαθαίνει να βλέπεις τον κόσμο με άλλη ματιά. Σου δίνει να καταλάβεις πώς δεν είναι όλος ο κόσμος καλός, πως κρύβει όμως ταυτόχρονα μια ανεμελιά, μια παιδικότητα. Τα ζώα, ειδικότερα τα σκυλιά, έχουν μια μαγική ικανότητα να διαβάζουν τη γλώσσα του σώματος και την αύρα των ανθρώπων- κάθε φορά λοιπόν που γαβγίζει για ανεξήγητο λόγο σε κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο, ξέρεις πως καλό θα ήταν να μείνεις μακριά του. Κάπως έτσι μαθαίνεις να διαβάζεις και εσύ τους ανθρώπους δίπλα σου.
Μέχρι που έφτασε κι η δική σου στιγμή να ενηλικιωθείς και να φύγεις από το πατρικό σου, όντας πια φοιτητής κι αφήνοντάς το πίσω. Υποσχέθηκες πώς θα γυρίζεις συχνά, να τον βλέπεις, να πηγαίνετε τις βόλτες σας, ίσως κάποια στιγμή να τον πάρεις και μαζί σου. Κάπου, κάπως, όμως, μέσα στην τρέλα σου, στην καινούργια σου ζωή, στο φοιτητικό σου σπίτι, η παρουσία της απουσίας του έγινε συνήθεια. Έγινε ο σκύλος σου που έμεινε στο πατρικό, που αγαπάς και σου λείπει. Όλο και λιγότερες επισκέψεις στους γονείς, μεγαλώνεις εσύ, μεγαλώνει κι αυτό. Ένας χρόνος, για εφτά.
Μέχρι που έρχεται το τηλεφώνημα. Εκείνο το τελευταίο τηλεφώνημα που δεν ήθελες να το πάρεις ποτέ, που δεν ήθελες να το ακούσεις ποτέ. Χάος. Η καρδιά σου χίλια κομμάτια, το σπίτι σου ένα αχούρι. Να γυρίσεις να κάνεις τι πλέον; Δεν είναι εκεί. Δεν τον αποχαιρέτησες, δεν έπαιξες μαζί του, δεν πήγατε την τελευταία σας βόλτα. Πότε ήταν άραγε η τελευταία; Ποιος να ξέρει. Σε έφαγε η ζωή, η καθημερινότητα που κάπου μέσα σ’ αυτήν, ξέχασες πώς δε θα ζει για πάντα μαζί σου. Είχες τη σχέση σας τόσο δεδομένη, που δεν μπορούσες να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτόν. Και να που τώρα καλείσαι να τη γνωρίσεις.
Και πείτε μου, γίνεται αυτή η απουσία, αυτό το κενό, να καλυφτεί με κάποιο άλλο ζώο; Μπορεί να υπάρξουν κι άλλα κατοικίδια, πολλά και διάφορα που δεν τ’ αγαπάς λιγότερο, αλλά δεν είναι η ίδια αγάπη με του πρώτου. Δεν πρόκειται ποτέ, κανένας, ν’ αντικαταστήσει αυτό το πρώτο σου ζωάκι. Εκείνο που σου έμαθε πώς ν’ αγαπάς κι ως έναν βαθμό, ποιος είσαι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου