Πόσες φορές αναπόλησες την παλιά τη γειτονιά σου; Ναι, για εκείνη που ζεις και τώρα λέω. Αυτή που κάποτε την έζησες μ’ όλη τη σημασία της όμως.
Είσαι από τα τυχερά παιδιά που πρόλαβες οριακά να ζήσεις την παραδοσιακή «γειτονιά». Εκεί που μας αμόλαγαν στη γειτονιά για να παίξουμε μέχρι αργά το βράδυ, χωρίς το φόβο πως θα μας βλάψει κάποιος.
Εκεί έπαιξες για πρώτη φορά μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς σου μήλα. Το αγαπημένο μας φρούτο σε παιχνίδι! Κι ομαδικό κι ατομικό. Στεκόταν δύο άτομα απέναντι το ένα με το άλλο και προσπαθούσαν να χτυπήσουν με την μπάλα τους υπόλοιπους που ήταν μέσα. Αν σε χτυπούσε η μπάλα «καιγόσουν» κι έβγαινες έξω. Αυτό το κλασικό χαιρέκακο «Κάηκεεεεες» αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου. Αυτός που δεν καιγόταν κι έμενε τελευταίος, έπαιζε στον τελικό. Για να κερδίσεις, έπρεπε να βγεις σώος από 12 μπαλιές που σου έριχναν με φόρα για να σε κάψουν. Οι πιο γρήγοροι κι ευέλικτοι στις κινήσεις τους, ήταν νικητές.
Κρυφτό 5, 10, 15, 20, 25… 100 φτου και βγαίνω, πάντα όμως τραγουδιστά! Ένας τα «φυλούσε» με γυρισμένη την πλάτη στον τοίχο κι οι υπόλοιποι κρυβόντουσαν. Μόλις τελείωνε το μέτρημα έπρεπε να τους βρει. Αν έβρισκε κάποιον πήγαινε πίσω στον τοίχο κι έλεγε «φτου φτου ένας Γιώργος!». Τότε ο Γιώργος έπρεπε να τα φυλάει. Αν όμως κάποιος έβρισκε ανοχύρωτο τον τοίχο και πήγαινε κι έλεγε «φτου ξελευθερία για όλους» τότε ήταν ήττα για αυτόν που τα φυλούσε κι έπρεπε να ξαναφυλάει και στον επόμενο γύρο. Τώρα που το σκέφτομαι ήταν πολύ δύσκολο παιχνίδι δεδομένου ότι ήμασταν τόσα πολλά παιδιά!
Ψείρες. Όλοι μαζί κάναμε έναν κύκλο. Ένας βρισκόταν στο κέντρο του κύκλου κρατώντας μια μπάλα. Πετούσε την μπάλα ψηλά στον αέρα φωνάζοντας το όνομα κάποιου. Αυτός που άκουγε το όνομά του έπρεπε να πιάσει την μπάλα πριν αυτή να πέσει κάτω, ενώ οι άλλοι έτρεχαν να σωθούν. Αν την έπιανε, φώναζε άλλο όνομα. Αν δεν τα κατάφερνε, μόλις έπιανε την μπάλα φώναζε: «1, 2, 3, στοπ».
Οι υπόλοιποι μόλις άκουγαν το «στοπ» έπρεπε να μείνουν ακίνητοι. Τότε ο παίκτης με την μπάλα (αφού έκανε 3 βήματα) προσπαθούσε να σημαδέψει όποιον ήταν πιο κοντά του και να τον κάψει ή να του δώσει μια ψείρα. Αν δεν τα κατάφερνε έπαιρνε ο ίδιος την ψείρα. Όποιος μάζευε 3 ψείρες έφευγε απ’ το παιχνίδι, ενώ κέρδιζε όποιος είχε τις λιγότερες.
Κουτσό, κυνηγητό, αγαλματάκια ακούνητα κι αγέλαστα, λαστιχάκι, σι-μαριό και τόσα ακόμα παιχνίδια, που στιγμάτισαν τα παιδικά μας χρόνια. Τα βιώματα της παιδικής και νεανικής ηλικίας είναι τόσο σημαδιακά, που δεν ξεχνιούνται. Η γειτονιά των παιδικών χρόνων παραμένει ανεξίτηλη στη μνήμη. Είναι τα παιχνίδια με τους φίλους και συνομηλίκους, τα οποία δεν παίζονται πια, αλλά ζουν στη μνήμη ως παλιές αναμνήσεις.
Όταν τελειώναμε το διάβασμά μας, βγαίναμε στη γειτονιά για το καθιερωμένο παιχνίδι. Φωνάζαμε να κατέβουν απ’ τα σπίτια τους οι γείτονες φίλοι μας να παίξουμε. Παίζαμε αχόρταγα μέχρι να βραδιάσει και ν’ ακούσουμε τη φωνή της μάνας μας, η οποία μας καλούσε για να μπούμε στο σπίτι.
Τι όμορφες εποχές, ξέγνοιαστες. Μικρές γειτονιές το ένα σπίτι δίπλα στ’ άλλο. Απ’ τις αυλές ακούγονταν άλλοτε τα γέλια κι άλλοτε οι φωνές των γειτόνων. Αν πέρναγες έξω απ’ το σπίτι τους όλο και κάτι θα σε τρατάρανε. Σπιτικό γλυκό του κουταλιού, ραβανί, υποβρύχιο. Σήμερα, τέτοιες σκηνές είναι ανύπαρκτες, γιατί δεν υπάρχει η γειτονιά της παλιάς εποχής. Οι μονοκατοικίες είναι περιορισμένες κι η πολυκατοικία «ζει και βασιλεύει».
Δυστυχώς η τεχνολογία έχει καταστήσει τα σημερινά παιδιά καθηλωμένα μπροστά από μια οθόνη εφόσον μέσα απ’ τον υπολογιστή πλέον μπορούν να κάνουν τα πάντα. Ευτυχώς υπάρχει ακόμη η δική μας η γενιά να τους ξυπνά απ’ το λήθαργο του τεχνολογικού τέλματος. Τίποτα δε γίνεται να αντικαταστήσει εκείνα τα χρόνια.
Τίποτα δε γίνεται να μας κάνει να ξεχάσουμε την παλιά τη γειτονιά μας.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου