Είσαι 17-18 ετών όταν σκέφτεσαι πιο σοβαρά το ζήτημα του μελλοντικού σου επαγγέλματος. Η περιέργεια και το άγχος σε κατακλύζουν. Και κάπως αποφάσιζεις πως θέλεις να ακολουθήσεις κι εσύ τα βήματα των δασκάλων σου, θέλεις να διδάξεις, να δουλέψεις με παιδιά, να μοιράσεις γνώσεις.

Είναι μάλλον γιατί γνώρισες εκείνον το δάσκαλο ή εκείνη την καθηγήτρια που αγάπησες πολύ. Όχι, επειδή σου έμαθαν αρχαία ή γεωγραφία, αλλά για τον τρόπο που το έκαναν, τον τρόπο που σου μιλούσαν, που σε κοιτούσαν. Ήξερες πως βρίσκεται μέσα σε εκείνη εκεί την τάξη όχι απλώς για να βγάλει τα έξοδα του μήνα, αλλά γιατί αγαπάει πραγματικά αυτό που κάνει και κυρίως αγαπά τα παιδιά. Σε ενέπνευσε τόσο πολύ που πλέον η απόφασή σου να γίνεις εκπαιδευτικός είναι για εσένα μονόδρομος.

Έτσι, ξεκινάς με φόρα το διάβασμα, με ενθουσιάσμο να πετύχεις τον στόχο σου. Αφιερώνεσαι σε αυτό όσο αφιερώθηκαν κι οι καθηγητές σου στο λειτούργημα που εκτελούν. Κι ο καιρός πέρασε κι εσύ μόχθησες αλλά τα κατάφερες. Πέρασες στη σχολή που ήθελες, αποφοίτησες, πήρες το πτυχίο σου κι είσαι έτοιμος να βγεις στην αγορά εργασίας και τώρα τι;

Δύσκολη περίοδος να περιμένεις κάπου να διοριστείς, αλλά δεν το βάζεις κάτω. Μερικά ιδιαίτερα μαθήματα, μια θέση ως εκπαιδευτικός σε ένα φροντιστήριο, θα τη βρεις την άκρη λες στον εαυτό σου, αρκεί να κάνεις αυτό που αγαπάς. Κι οι πρώτοι σου μαθητές είναι πλέον γεγονός κι εσύ τα δίνεις όλα. Έχεις υπομονή, δοκιμάζεις νέα πράγματα, προσπαθείς να τους φέρεις κοντά σε εσένα και στο μάθημά σου. Και τα καταφέρνεις.

Αλλά κάπου εκει έρχεται το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, να σου δώσει τη σφaλιάρa που χρειαζόσουν για να καταλάβεις που βρίσκεσαι. Τώρα καταλαβαίνεις όλους εκείνους τους εκπαιδευτικούς που γνώρισες στη ζωή σου, που σου φάνηκαν μίζεροι και που σνόμπαρες. Τώρα καταλαβαίνεις, πόσο παλεύουν οι εκπαιδευτικοί πίσω από τα φώτα με τις κακές υποδομές, την έλλειψη υλικού.

Ετοιμόρροπα κτίρια, ανύπαρκτες υποδομές με κατά τ’ άλλα «προηγμένη» τεχνολογία όπως εκείνοι οι υπολογιστές του 2000 με τις τεράστιες οθόνες και τα λευκά πληκτρολόγια που τώρα έχουν ξεθωριάσει από τη χρήση. Παροχές, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, κατάλληλα τμήματα ένταξης, είναι λέξεις ανύπαρκτες κι όμως θα έπρεπε να αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία ενός σχολείου.

Μπαίνεις σε μια τάξη που ο αριθμός των μαθητών ξεπερνάει κάθε κανονισμό, αλλά βλέπεις τα αθώα πλάσματα να σε κοιτούν στα μάτια και λες θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Αλλά κι αυτό δεν ξέρω αν φτάνει. Κι έπειτα καμία ψυχολογική ή άλλη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν υπάρχει. Οποιαδήποτε διαταραγμένη προσωπικότητα μπορεί να έρθει σε επαφή με το παιδί σου, με το παιδί μου και να του καταστρέψει για πάντα την παιδική ψυχή που είναι εύπλαστη σαν πλαστελίνη.

Η ύλη των μαθημάτων ατελείωτη, τα σχολικά εγχειρίδια υποκειμενικά, ανεπαρκή, ασαφή κι ακατάλληλα, ο τρόπος διδασκαλίας αφήνεται στη φαντασία του κοινού κι η διαδικασία εξέτασης κι αξιολόγησης αμείλικτη, άδικη κι άνιση. Κι οι εκπαιδευτικοί κάπου στη μέση να προσπαθούν να κρατήσουν τις ισορροπίες, να απαντήσουν σε όλες τις απορίες που δικαίως έχουν τα παιδιά, να αφουγκραστούν το παράπονο και τον πόνο τους, να τα παρηγορήσουν και να τα ενθαρρύνουν να μην τα παρατήσουν.

Ένας άνθρωπος για 30 και βάλε μαθητές, να παλεύει να βρει τον σωστό τρόπο διδασκαλίας για τον κάθε έναν από αυτούς, να βάλει τάξη κι όρια αλλά και να εμπνεύσει σεβασμό. Όταν λοιπόν έρχεσαι αντιμέτωπος με όλα τα παραπάνω, είναι αναπόφευκτο να μην αναθεωρήσεις για το αν θέλεις, μπορείς ή είσαι ο κατάλληλος για αυτό το επάγγελμα. Πρέπει να έχεις γερό στομάχι για να ακολουθήσεις ένα τέτοιο σύστημα που σε βάζει συνεχώς σε δίλημμα και σκέψεις για το αν οδηγείς τους μαθητές σου στο σωστό δρόμο κι αν πρεσβεύεις τα συμφέροντα όλων.

 

Συντάκτης: Αναστασία Ανδρουλάκη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά