Μάστιγα, επίκαιρη κι επικίνδυνη. Να ‘σαι με τα φιλαράκια σου παρέα κι εκεί που σου τελειώνει την ιστορία ο κολλητός, να σκαλώνεις στον ήχο του κινητού σου, λέγοντας «μισό δώσ’ μου να το τσεκάρω». Τα βλέμματα μερικών να πυροβολούν μα χαμπάρι εσύ. Γυρνάς ανενόχλητος, νομίζοντας πως μπορεί να συνεχιστεί η κουβέντα από εκεί που έμεινε. Αμ, δεν μπορεί, φίλε μου! Πάει η ροή. Έφυγε. Μην πεις «Έλα, μωρέ, και τι έγινε;», γιατί μάλλον ξεχνάς πως έχεις ζητήσει κι εσύ ολοκληρωτική ακρόαση απ’ τα ίδια φιλαράκια που, λίγο πριν, είπες τη θεϊκή ατάκα.
Και το «Έλα, μωρέ, και τι έγινε;» συνεχίζεται σε οικογενειακές πλην σπάνιες πλέον συνευρέσεις, σε ραντεβουδάκια, σε δικές μας προσωπικές στιγμές, και ούτω καθεξής. Θυμίζουμε σκύλους στο πείραμα Pavlof. Κουδουνάκι και φαγάκι. Αυτοματοποιημένα και ρομποτικά. Κάθε ήχος κι επιτόπιο αντανακλαστικό. Τι μας συμβαίνει, τέλος πάντων; Πότε χάσαμε, τόσο απροκάλυπτα, τον σεβασμό, απέναντι σ’ αυτό που μας ενώνει αληθινά; Πότε πάψαμε να δίνουμε σημασία στην επικοινωνία; Ειδικά όταν μιλάμε για την άμεση και καθαρή επικοινωνία. Αυτήν που συνοδεύουν δύο μάτια και δύο αφτιά.
Μοιάζει τρελό, κι όμως ήδη υπάρχουν κέντρα απεξάρτησης κινητών τηλεφώνων. Δε μας έφταναν οι τόσες άλλες εξαρτήσεις που, κατά εποχές, έχει χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε, ήρθε κι αυτή στις μέρες μας. Μοιάζει ειρωνεία μα παρατήρησε την ακόλουθη αντίθεση. Έχουμε όλα τα μέσα για άπειρη κι ανοιχτή ενημέρωση. Έχουμε στιγμιαία πρόσβαση σε κάθε είδους πληροφορία. Αντί να εξελισσόμαστε και να ‘μαστε πιο προσεκτικοί μέσω αυτής της γνώσης, το ίδιο το εργαλείο, μετατρέπεται σε χειροπέδα. Το εργαλείο προς τη γνώση μάς καταβροχθίζει. Νικιέται ο νους μας απ’ το ρεύμα και τη μάζα.
Mη χάσουμε κλήσεις, μη δεν απαντήσουμε απευθείας στο μήνυμα, μη δεν ανταποκριθούμε εν καιρώ. Γιατί μας ορίζει μια συσκευή; Ή, μάλλον, ας αντιστρέψουμε το ερώτημα. Γιατί δεν ορίζουμε εμείς τη συσκευή μας; Κανένας απ’ τους πραγματικά δικούς μας ανθρώπους δε θα μας κακιώσει, αν ξέρουμε να βάζουμε όρια, γιατί πολύ απλά δε θα σημαίνει πως θέλουμε ν’ αποφύγουμε κάτι. Απλώς το καθετί θα μπορεί να παίρνει τον ανάλογο χρόνο του.
Μεγάλη απώλεια αληθινών στιγμών, αυτό μας το κουσούρι. Χάνουμε τη μοναδική αίσθηση της ολοκληρωτικής αλλά και μη διαπραγματεύσιμης παρουσίας μας στο παρόν. Αφήνοντας αυτή τη συνήθεια να διαιωνίζεται, κάνουμε συμβόλαιο, την ίδια κιόλας στιγμή, με την αποξένωση, γιατί, εν τέλει, όλοι μας αποζητάμε κοντά μας ανθρώπους που τα λόγια κι οι πράξεις τους να συνάδουν. Να μας λένε, αλλά κυρίως να μας δείχνουν πως δεν ανήκουν στο ουτοπικό κι επιφανειακό μοίρασμα. Είναι αδύνατον να ‘μαστε, λοιπόν, διαθέσιμοι για όλους. Μάλλον δεν είμαστε για κανέναν. Γιατί όλοι ίσον κανένας.
Οι μικρές μας και καθημερινές αντιδράσεις αποτελούν το ποιοι είμαστε, τελικά. Αν μας χειρίζεται ένα κινητό τηλέφωνο, είναι μαθηματικά βέβαιο πως μας χειρίζονται κι άλλα ερεθίσματα. Όλα είναι προεκτάσεις βαθύτερων αδυναμιών μας. Ας παρατηρήσουμε, λοιπόν, με ειλικρίνεια τις κινήσεις μας σε απλά και μικρά πράγματα. Μήπως κάνουμε πράγματα που η σκέψη έπεται των πράξεών μας; Αν αδυνατούμε να βάλουμε φρένο σε κλήσεις ή μηνύματα, πώς θα βάλουμε άμεσα στοπ σε άλλες παρεμβολές;
Όση ώρα διαβάζεις το άρθρο, πόσα τηλέφωνα ή μηνύματα απάντησες; Κι αν το έκανες, το ήθελες πραγματικά ή το έκανες μηχανικά; Τα όρια στη ζωή, που φέρνουν ελευθερία, ξεκινούν από συνειδητές επιλογές όπως αυτή.
Το τηλέφωνο έχει μια ρύθμιση που με ένα κλικ μπαίνει στο αθόρυβο…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη