Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για τα ένδοξα ελληνικά οικογενειακά τραπέζια. Στα πανηγύρια, οι Έλληνες, είμαστε πρώτοι. Άλλωστε το έχουμε αποδείξει πολλές φορές. Κάπως έτσι είναι και τα οικογενειακά τραπέζια, σαν πανηγύρι. Όλοι έχουμε να θυμηθούμε πολλά απ’ αυτά, όλοι έχουμε μία ιστορία να πούμε, όλοι το έχουμε βιώσει.
Είναι Κυριακή πρωί κι εσύ είχες κοιμηθεί μόλις λίγες ώρες πριν εξαιτίας της Σαββατιάτικης εξόδου. Και τότε ξαφνικά σκάει απροειδοποίητα στο δωμάτιό σου η μάνα-ξυπνητήρι. Δε σε αφήνει να αντιδράσεις, δε σου επιτρέπει να φέρεις καμία αντίρρηση. Κάνει τραπέζι η θεία σου και πρέπει να σηκωθείς. Μάταια βάζεις το μαξιλάρι πάνω απ’ το πρόσωπό σου. Θέλεις-δε θέλεις, θα ξυπνήσεις. Έχεις ήδη αργήσει κι οι συγγενείς περιμένουν. Άσε που είναι ντροπή να καθυστερήσετε.
Ξυπνάς τελικά με χίλια ζόρια, ντύνεσαι όπως να ‘ναι, φτιάχνεις κι ένα εσπρεσάκι για τον δρόμο και φτάνεις αισίως μαζί με την οικογένειά σου στο σπίτι της θείας. Παίρνεις βαθιά ανάσα και μπαίνεις μέσα. Είναι όλοι εκεί, δε λείπει κανείς. Θείοι, θείες, ξαδέλφια όλων των ηλικιών, γιαγιάδες, παππούδες και συγγενείς του θείου απ’ την άλλη μεριά που βλέπεις μία φορά τον χρόνο. Ας ξεκινήσει το πάρτι, λοιπόν.
Φασαρία, χαμούλης, πανικός. Η κουζίνα γεμάτη με πρόθυμα άτομα να βοηθήσουν, που στο τέλος της μέρα κάνουν απλώς συνωστισμό. Τηλεοράσεις αναμμένες, παιδιά να τρέχουν πάνω-κάτω, τσιρίδες, κλάματα. Γενικώς μια βαβούρα. Κάποιοι έφηβοι πάνω στους καναπέδες αμίλητοι με τα ακουστικά. Κάτι σκόρπια «Καλώς ορίσατε» και «Στην υγειά σας».
Πας να χαιρετήσεις τη γιαγιά σου. «Τώρα ξύπνησες;», «Τι ώρα γύρισες πάλι χθες;», «Να προσέχετε που βγαίνετε έξω και να μην πίνετε». Κι εσύ κάθεσαι κι ακούς. Πλησιάζει τότε εκείνος ο θείος που δε βλέπεις συχνά να σε καλωσορίσει. Σε ρωτά κλασικά σε ποια τάξη ή έτος πας ή τι κάνεις στη ζωή σου. Κι εσύ του υπενθυμίζεις για ακόμα μια φορά –βάζοντας και λίγη σαλτσούλα πάντα– τι κάνεις και ποια είναι τα επόμενα βήματά σου.
Σε μια φάση πλησιάζει η μητέρα σου να σου επισημάνει πως δε χαιρέτησες τους συγγενείς της άλλης μεριάς. Τι να κάνεις κι εσύ; Σηκώνεσαι, πας να χαιρετήσεις -να ξαναγνωριστείς, ενίοτε, μ’ αυτούς. Ω καλώς τον, σου λένε. Κοίτα πώς μεγάλωσε. Κι εννοείται –αδιαμφισβήτητο τώρα αυτό– ότι σε έχουν μπερδέψει με τον αδελφό σου και χρειάζεται να επεξηγήσεις ποιος είσαι.
Κι εφόσον τελειώσουν όλα αυτά τα τυπικά, έρχεται η ώρα του σερβιρίσματος. Μπουφές φυσικά. Σηκώνεσαι και πάλι και πας να βάλεις φαγητό. Ακούς και κάτι ατάκες «ν’ αρχίσουν οι μικροί», οπότε πας κι εσύ να ξεκινήσεις. Οι ουρές συγχέονται απ’ αυτούς που πηγαίνουν ανάποδα αλλά θα τα καταφέρεις τελικά, θα βάλεις φαγητό και θα πας να καθίσεις με τα ξαδέλφια σου στο τραπέζι των «μικρών». Κι ενώ οδεύεις προς τη θέση σου, αγνοείς κάποιες φωνές που λένε «Καλά μόνο τόσο θα φας;». Ή ακόμη αγνοείς τους σχολιασμούς για την μπίρα που κρατάς στο χέρι γιατί κάποια θεία θυμήθηκε να σοκαριστεί που πίνεις αλκοόλ. Ακούγοντας την απάντηση να έρχεται από έναν θείο «Άσε το παιδί». Εν τω μεταξύ εσύ δεν έχεις ανοίξει το στόμα σου σ΄ όλο αυτό. Σοφή κίνηση.
Αρχίζει το τεράστιο τραπέζι να τρώει. Η οικοδέσποινα, βέβαια, είναι ακόμη όρθια ενώ οι άλλοι έχουν σχεδόν τελειώσει το φαγητό τους. Τι κι αν κάθε πέντε λεπτά ακούγεται η ατάκα «Φτάνει, είμαστε μια χαρά, έλα κάτσε να φας κι εσύ». Ελληνίδες μάνες είναι αυτές. Εγγύηση κι άψογη περιποίηση. Πώς να την πείσεις; Και θα ήταν παράλειψη εξαιρετικά μεγάλη να μην αναφέρουμε τον θείο που σε μία ανύποπτη στιγμή θα πλησιάζει το τραπέζι σου λέγοντας «Εγώ θα κάτσω με τη νεολαία». Ας μην πούμε περισσότερα.
Έχει περάσει η ώρα κι έχεις ακούσει τα πάντα. Όλες τις συζητήσεις, πράγματα που δε σε ενδιαφέρουν. Έκανες αρκετή υπομονή. Δεν ήταν τόσο άσχημα, βέβαια. Έχεις δει ανθρώπους που αγαπάς, ξαδέλφια τα οποία θέλεις να συναντάς, να τα βλέπεις και να μαθαίνεις νεότερα γι’ αυτά. Το φαγητό ήταν υπέροχο, εννοείται. Όλα κομπλέ. Λίγος πονοκέφαλος σου ’χει μείνει –να τα λέμε κι αυτά– αλλά θα πας τώρα για καφέ με τα φιλαράκια και θα περάσει.
Συμπέρασμα; Τα οικογενειακά τραπέζια είναι, διαχρονικά, λατρεία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη