Μπα, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Για μένα τουλάχιστον. Ήταν το βράδυ που από ένα γίναμε δύο σε λίγα μόνο λεπτά. Σηκώθηκα, ντύθηκα κι έφυγα. Τόσο απλά. Κοντοστάθηκα για λίγο προτού κλείσω την πόρτα πίσω μου. Περίμενα, ο αφελής, να με φωνάξεις πίσω. Δεν έγινε ποτέ.

Σε χώρισα. Εγώ σε χώρισα. Αυτό είναι αλήθεια. Μα εσύ δεν προσπάθησες να με κρατήσεις. Εσύ ήσουν που απομακρυνόσουν κάθε μέρα και πιο πολύ. Σαν να περίμενες να γίνει αυτό που ακριβώς έγινε. Σαν να με ανάγκαζες να το κάνω. Κι αναρωτιέμαι. Γιατί δεν το τελείωνες μια ώρα γρηγορότερα;

Πονούσα μα έφυγα. Και συνέχισα να πονώ για πολύ καιρό έπειτα. Είχα, καταρχάς, να αντιμετωπίσω τους γύρω μου που με έβλεπαν απορημένοι να τους λέω ότι χωρίσαμε. Και να πρέπει να τους εξηγήσω γιατί, πώς, τι σου έκανα. Ναι, αυτό με ρωτούσαν. Τι σου έκανα. Αυτό ρωτούσα κι εγώ στον εαυτό μου.

Οι πρώτες μέρες κύλησαν κάπως καταθλιπτικά, λιγάκι απαισιόδοξα, μοναχικά. Εσύ ήσουν άφαντη. Κι ας ξενύχταγα πάνω απ’ το τηλέφωνο περιμένοντας ένα σου μήνυμα. Κι ας περνούσα πάντοτε τα βράδια έξω απ’ το σπίτι σου, μονάχα για να σε νιώσω πιο κοντά μου.

Απορούσα, γιατί τα κάνω όλα αυτά. Είμαι άντρας και πρέπει να ‘μαι δυνατός. Έτσι μου έλεγαν κάποιοι. Δεν ξέρω τι λένε. Εγώ ξέρω πως οι άντρες, ίσως να μην ερωτευόμαστε συχνά, αλλά όταν ερωτευτούμε την έχουμε πατήσει για τα καλά. Το γνώριζα πολύ καλά αυτό. Γι’ αυτό κι ήμουν μαζί σου τόσο καιρό. Επειδή πλάι σου ήμουν κάποιος άλλος, κάποιος πολύ καλύτερος, πιο σπουδαίος και πιο συναισθηματικός. Γιατί μαζί σου πετούσα. Μέχρι που μου κόπηκαν τα φτερά.

Ρουτινιάσαμε, λατρεία μου, μιζεριάσαμε. Εγώ δεν το καταλάβαινα, εγώ ήμουν τυφλός. Σου είχα γίνει συνήθεια γι’ αυτό έμενες μαζί μου. Κτίσαμε μαζί μια καθημερινότητα που μας καπέλωσε. Βγαίναμε έξω και βαριόσουν. Δε μου μίλαγες όπως παλιά, δεν είχες κάτι να μου πεις. Είχε χαθεί ο ενθουσιασμός με τον οποίο με αντίκριζες κάποτε. Δεν κρεμόσουν πια απ’ τα χείλη μου, δε μετρούσες πια αντίστροφα μέχρι να συναντηθούμε. Κάναμε έρωτα με το ζόρι.

Όλα αυτά τα συνειδητοποιώ τώρα. Σε έβλεπα απόμακρη κι ένιωθα τύψεις. Λέω δεν μπορεί, κάτι θα κάνω λάθος. Και μάλλον κάτι θα έκανα λάθος κι εγώ. Εσύ όμως, μάτια μου, είσαι αλάνθαστη; Δε φταις για την κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα; Δε μου είχες μιλήσει την ώρα που έπρεπε για όσα ένιωθες. Μέχρι που ήρθε η στιγμή που σιωπηλή με άφησες να σε αφήσω. Και χάσαμε.

Κι όταν κατάλαβα πως δε θα ερχόταν το μήνυμα, πως το τηλέφωνο δε θα χτυπούσε, άρχισα να βγαίνω. Κάθε νύχτα. Να βγαίνω και να πίνω. Να πίνω για σένα. Να το παίζω χαρούμενος κι άνετος μπροστά στους φίλους μου μέχρι να μιλήσει το ποτό. Τι καημένος που υπήρξα αλήθεια. Για σένα.

Κι όταν επέστρεφα σπίτι, επέστρεφε κι η θλίψη κι η απαισιοδοξία. Μέχρι να ξημερώσει. Μέχρι να προσποιηθώ ξανά πως είμαι καλά. Ζόρικα τα βράδια μου. Το μυαλό μου ήταν σε σένα, στις στιγμές που ζήσαμε μαζί, στα αναπάντητα ερωτήματα. Στη δειλία και τον εγωισμό που μας νίκησαν.

Μέχρι και τραγούδι έγραψα για σένα. Μη γελάς. Μια λευκή κόλλα, ένα στιλό, η αγάπη που χάθηκε κι οι στίχοι που έλεγαν αυτά που δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να πει σε σένα. «Λες ότι με νοιάζεσαι, πως με χρειάζεσαι μα φαίνεται στα ματιά σου, κουράστηκες.» Κάποια άλλη στροφή έλεγε: «Γύρισες την πλάτη και μ’ άφησες, όσα μου χάρισες πίσω τα πήρες».

Οι στίχοι αυτοί κάηκαν μαζί με σένα. Μαζί με τις στιγμές που ζήσαμε μαζί. Έγιναν στάχτη μαζί με τον άνθρωπο που αγάπησα, που ερωτεύτηκα, που λάτρεψα. Δεν είμαι πια εκείνος που ήμουν μαζί σου. Δε θα μπορούσα να είμαι. Κι ούτε θα είμαι ο ίδιος με καμιά άλλη. Άλλαξα.Έτσι είναι η ζωή, ζωή μου. Το «πάντα» κρατάει λίγο. Μα είναι αρκετό για να σε στιγματίσει. Προχωράμε. Χώρια μα προχωράμε.

Η αλήθεια είναι ότι ακόμη σ’ αγαπώ. Η αγάπη δε χάνεται. Ακόμη και τώρα να βρεθείς μπροστά μου, θα ταραχτώ. Παρ’ όλα αυτά θα σε προσπεράσω. Γιατί έμαθα να αγωνίζομαι, να εξελίσσομαι και να κερδίζω. Σ’ αγαπώ μα δεν είσαι πια η μία. Δεν είσαι αυτή που ήταν ο άνθρωπός μου. Καλή καρδιά, καρδιά μου.

 

Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη