«Σε βλέπω καθημερινά. Εμφανίζεσαι μπροστά μου ή το αντίθετο. Μου είσαι πολύ συμπαθής και στο ’χω δείξει. Τα ίδια αισθήματα πιστεύω τρέφεις κι εσύ για μένα. Εγώ όμως σε βλέπω και λίγο διαφορετικά. Δεν τολμώ να στο δείξω. Τρέμω στην ιδέα και μόνο να γίνει αντιληπτό κάτι τέτοιο είτε από σένα είτε απ’ τους άλλους της παρέας.

Φτάσαμε στο σημείο που έχουμε βρεθεί οι δυο μας σε μια παρέα που υποχρεωτικά πρέπει να σε βλέπω φιλικά. Γιατί έτσι θέλουν, γιατί έτσι έτυχε, διότι είμαστε η παρέα η αδιάσπαστη κι η αχώριστη. Μαλακίες. Τέλος πάντων.

Ποτέ δεν κατάλαβαν πως όταν δύο άτομα βρίσκονται στην ίδια παρέα δεν τους κάνει απαραίτητα και φίλους. Αυτό ισχύει και για μένα. Δεν είσαι φίλη μου. Ποτέ δεν ήσουν. Ούτε πρόκειται να είσαι ποτέ. Τουλάχιστον από μέρους μου. Επειδή, κοριτσάκι μου, εγώ μας φαντάστηκα μαζί κι ας μην το ξεστόμισα ποτέ.

Κάποιες φορές θέλω να ξεσπάσω. Τρελαίνομαι όταν τυχαίνει καμιά φορά να μας μιλάς για κανέναν γκόμενο ή για καμιά φάση που ’χει παιχτεί. Μου ανάβουν τα λαμπάκια. Θέλω να τα κάνω όλα λίμπα. Γιατί εγώ σ’ έχω ονειρευτεί κοντά μου, μαζί μου, δίπλα μου.

Κλείνω τα μάτια και σ’ αισθάνομαι. Επιθυμώ να σ’ έχω δίπλα μου, να σ’ αγκαλιάζω. Θα έδινα τα πάντα για ένα φιλί σου κι ακόμα περισσότερα για να κάναμε έρωτα. Αυτό είσαι για μένα. Έρωτας. Πόθος. Καψούρα.

Παρ’ όλα αυτά μένω αδρανής. Θύμα της κανονικότητας, των πλαισίων και της αυτοπροστασίας. Διότι πιθανόν, δεν έχω αρχίδια να αντιμετωπίσω τη φλυαρία των άλλων ούτε τα ηλίθια σχόλια και τις βλακώδεις απόψεις τους. Αυτοί, όμως, λίγο ή πολύ αντιμετωπίζονται. Με σένα δεν ξέρω τι θα κάνω.

Τα αισθήματά μου είναι τόσο αληθινά που το ξέρω ήδη. Γνωρίζω ήδη πολύ καλά πως θα πληγωθώ βαθιά με μια απόρριψή σου, με ένα σου υποτιμητικό βλέμμα ή με μια εξευτελιστική σου απάντηση. Κι έτσι για να προστατεύσω εμένα με πιέζω ταυτόχρονα. Δένω την καρδιά μου, ράβω το στόμα μου, βάζω χαλινάρι.

Τι δειλός που είμαι αλήθεια. Κάνω αυτά που κοροϊδεύω. Από λόγια είμαι πρώτος κι από πράξεις τίποτα. Αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω. Έτσι μου βγαίνει. Ή μάλλον έτσι δε μου βγαίνει. Και μπορώ να προβλέψω το αποτέλεσμα. Θα σε δω με άλλον. Και θα λυγίσω. Και θα γονατίσω. Και θα συνειδητοποιήσω πόσο μαλάκας υπήρξα.

Αυτά σκεφτόμουνα τις τελευταίες μέρες. Κι αντιτίθεμαι. Γι’ αυτό θα επαναστατήσω. Τέρμα οι φόβοι, τέρμα οι ηττοπάθειες. Δε με νοιάζει η γνώμη κανενός. Θέλω να κάνω αυτό που αισθάνομαι και θα το κάνω. Κι ας φάω τα μούτρα μου. Καλύτερα να μετανιώσω γι’ αυτό που έκανα κι όχι γι’ αυτό που δεν έκανα. Κι ας χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο μετά. Τουλάχιστον προσπάθησα. Έτσι δεν είναι;

Ώρες-ώρες εύχομαι να ήμουν κάποιος άλλος. Να έβλεπα διαφορετικά τα πράγματα. Να αντιδρούσα διαφορετικά. Να μη με ένοιαζε τόσο. Να μην τα ανέλυα και να μην τα μελετούσα τόσο πολύ τα πράγματα. Να ήμουνα πιο αυθόρμητος δηλαδή. Κι όπου βγει. Μα δεν είμαι.

Είμαι αυτός που είμαι και δε θα αλλάξω. Πρέπει να νιώσω άνετα για να κάνω κατάσταση. Εκφράζομαι περίεργα, πράττω περίεργα, μιλώ περίεργα. Είμαι εγώ χωρίς καμία έκπτωση. Τουλάχιστον ξέρεις πως είμαι αληθινός. Κι αν φτάσω στο σημείο να πω κάτι είναι γιατί το εννοώ. Και το εννοώ πραγματικά. Αυτό να ξέρεις μοναχά.

Το ίδιο περίεργα πράττω και νιώθω κι αυτή τη στιγμή. Μακάρι να μπορούσα αλλιώς. Να μπορούσα διαφορετικά. Αλλά σου εξήγησα. Εντάξει νομίζω πως άρχισα να επαναλαμβάνομαι. Αυτά είχα να σου πω. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Άμα θέλεις κράτα τα, αν όχι πέτα τα. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να σπάσω τη σιωπή μου κι αυτό έκανα.

Το «κολλητάκι» σου λοιπόν. Όπως κάποτε με αποκάλεσες και δεν ήξερα πού να κρυφτώ.»

– Φίλε, θα το στείλω.

– Τελείωνε, στειλ’ το.

Το μήνυμα διαγράφηκε.

 

Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη