Τι παράξενα πλάσματα που είμαστε τελικά. Ακόμη κι όταν τα πράγματα δεν είναι τόσο καλά, ακόμη κι όταν συναισθηματικά είμαστε λιγάκι αιωρούμενοι, εμείς επιμένουμε στην απληστία μας. Αναζητούμε τη σιγουριά μας. Θέλουμε ένα κακόμοιρο πλάσμα δίπλα μας μόνο και μόνο για να μας επιβεβαιώνει κι ας μην είναι εκείνο που θα θέλαμε να ‘χουμε.
Θυμάσαι; Ήταν εκεί και σε περίμενε. Δε σε καταλάβαινε απλά προσπαθούσε να είναι εκεί. Σε είχε ερωτευτεί κι αναρωτιέμαι με ποιον. Με τι; Μ’ εκείνα που θα μπορούσες να προσφέρεις αλλά ήξερες ότι δε θα το κάνεις ποτέ; Αναρωτιέμαι πραγματικά.
Για σένα ήταν μάλλον η κρυψώνα σου. Αρνιόσουν να αντιμετωπίσεις τα πραγματικά προβλήματα. Φοβόσουν να τολμήσεις να κατακτήσεις αυτά που πραγματικά ζητούσες. Κρυβόσουνα πίσω απ’ αυτόν τον άνθρωπο. Πίσω απ’ αυτόν που υπέφερε μα σώπαινε. Νόμιζε πως σε είχε μα ήσουν απών. Όλα για το θεαθήναι λοιπόν; Για να καυχιέσαι εσύ, ο δειλός, που πίστευες ότι είχες τον έλεγχο και μπορούσες να ανατρέψεις τα «τρέμω» σου;
Ίσως κάποιοι στα χώσανε. Σου τα ‘πανε μα ήσουνα αναίσθητος. Τίποτα δεν ένιωσες. Δεν αντιλαμβανόσουνα. Προσπαθούσες κι εσύ, καημενούλη μου, να πείσεις τον εαυτό σου ότι μπορείς να προσαρμοστείς μα η καρδιά σου δε συμβάδιζε. Η προσαρμογή είναι κάποτε καταπίεση. Δεν μπορούμε να προσαρμοζόμαστε πάντα.
Ήταν πάντα εκεί. Για να σε ακούσει, να σηκώσει τις δικές σου αμφιβολίες και τα δικά σου πάθη. Ήταν γενναία. Μάλλον όχι, ήταν απλά ερωτευμένη. Κι ο έρωτας γενναιότητα είναι.
Ακόμα κι αν έβλεπες ότι άξιζε να της δώσεις τα πάντα καμιά λογική δεν αποφασίζει γι’ αυτό. Μα δε θα ήταν υπέροχο; Σκέψου να ήταν τόσο απλό να πεις «Σήμερα θα ερωτευτώ αυτήν» και να την ερωτευόσουνα. Μα ο έρωτας είναι πάνω από μας, είναι κάτι τόσο πολυδιάστατο, τόσο άλογο. Είναι σαν να κρατά κάποιος ένα κοντρόλ και σε βάζει να τρέχεις ακατάπαυστα χωρίς να το ελέγχεις. Όσο και να θες να σταματήσεις είναι πέραν των δυνάμεών σου.
Πόσο λυπηρό είναι όμως να κρατάς εσύ αυτό το κοντρόλ και να βάζεις κάποιον άνθρωπο να τρέχει επίτηδες, έτσι ηθελημένα για να ικανοποιήσεις τη ματαιοδοξία σου. Δεν είναι όλα παιχνιδάκι. Και μη με παρεξηγείς, δε σου λέω να μη σε ερωτεύονται. Σου λέω να μην το στήνεις, να μην το επιδιώκεις, να μην το εντείνεις μοναχά για το κέφι σου. Κάνεις έναν άνθρωπο να υποφέρει και το ευχαριστιέσαι γιατί νιώθεις δυνατός, αντλείς ενέργεια απ’ αυτόν κι ας μη σε γεμίζει συναισθηματικά. Ικανοποιείς απλά κάποιες ανάγκες σου. Μα καλά ρε μαλάκα, δεν τη λυπήθηκες καθόλου;
Ξέρεις τι λέω εγώ; Προτού φτάσεις στο σημείο να εκμεταλλευτείς ανθρώπους για να «σωθείς», μίλησε με τον εαυτό σου. Εσείς οι δυο τα βρίσκετε; Προσπάθησε λοιπόν μόνος σου, ώριμα να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Δε χρειάζεται να κάνεις κανένα μαριονέτα σου. Άσε επιτέλους το κοντρόλ στη θέση του. Ο έρωτας δεν είναι εκούσια απόφαση ούτε μπορείς να συμβιβάζεσαι με άτομα απ’ τα οποία έτυχε να υπερέχεις, ή μάλλον να φαντάζεσαι ότι υπερέχεις.
Η φράση κλειδί λοιπόν είναι «Δουλίτσα με τον εαυτό μας». Κανείς δε θα σε σώσει αν εσύ δε θέλεις να σωθείς. Κανένας τυχαίος άνθρωπος δεν μπορεί να σε γεμίσει επειδή απλά τον έχεις του χεριού σου. Χίλιες φορές να είσαι στο περίμενε.
Αλλιώς να ξέρεις ότι θα ‘ρθει η μέρα που αυτή, αυτή που σε αγάπησε, αυτή που έφαγε το παραμύθι σου, θα ξυπνήσει. Θα σε πετάξει έξω παρέα με τους φόβους σου και τις ανασφάλειές σου. Είναι εκεί που θα συνειδητοποιήσεις πως κερδισμένος απ’ αυτή την ιστορία δεν υπήρξε. Είσαι αυτός που ήσουν και πριν. Ένας ανασφαλής, ασταθής ανθρωπάκος.
Τι κατάφερες λοιπόν; Να κάνεις έναν άνθρωπο να μαζεύει τα κομμάτια του. Το άξιζε; Μίλα ρε. Νιώθεις καλά γι’ αυτό; Απάντα λοιπόν. Πόσο καλά νιώθεις; Τι θα κάνεις τώρα που η ψευδαίσθηση ασφάλειας, σου τελείωσε; Γιατί ψευδαίσθηση ήταν και τίποτα πιο ουσιαστικό. Για μια γεύση σιγουριάς λοιπόν. Για μια καβάτζα. Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια ξεπέτα.
Επιμέλεια Κειμένου Παύλου Πήττα: Πωλίνα Πανέρη