Αν σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, οι άνθρωποι, μπορούσαμε να διαβάζουμε τις σκέψεις ο ένας του άλλου τότε όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα. Ή μήπως όχι; Θα ήταν οπωσδήποτε διαφορετικά. Τουλάχιστον θα ήμασταν βέβαιοι για πράγματα που τώρα αναρωτιόμαστε, που μαντεύουμε, που αγωνιζόμαστε να ανακαλύψουμε.
Πόσες και πόσες φορές κάθεσαι με τις ώρες να αναλύεις τι σου είπε ο άλλος, γιατί σου το είπε και τι εννοούσε. Μήπως ήθελε να πει αυτό; Κι αν ήθελε να πει εκείνο; Κι η λίστα αποριών να αυξάνεται δίχως σταματημό.
Το πρόβλημα κάποιες φορές δεν είναι η λύση στο μυστήριο. Αυτή μάλλον θα δοθεί κάποια στιγμή. Θα ΄ρθει η ώρα που θα αποκαλυφθεί η μεγάλη αλήθεια για την οποία πασχίσαμε τόσο, για την οποία κάναμε ανούσια ξενύχτια να την αναλύουμε με τους κολλητούς μας. Τι γίνεται όμως στο μεσοδιάστημα;
Χάνουμε χρόνο, παιδιά. Αυτό γίνεται. Αναλωνόμαστε. Σκορπάμε στιγμές. Υποφέρουμε χωρίς λόγο. Φανταζόμαστε όργια και μεγαλοποιούμε πράγματα χωρίς λόγο. Κάνουμε δηλαδή το εύκολο και το απλό, δύσκολο και πολύπλοκο. Ανούσια. Δε χρειάζεται όμως.
Ή στην αντίθετη περίπτωση, εντείνουμε την αγωνία μας κι επιμένουμε σε καταστάσεις στις οποίες δεν αξίζει να ξοδέψουμε παραπανίσιο χρόνο. Κλαιγόμαστε, δρούμε ψυχαναγκαστικά γιατί στο δικό μας το μυαλό έχει μπει μια ακτίνα ελπίδας. Μια ακτίνα που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο πέραν από ένα κατασκεύασμα δικό μας. Για να πιανόμαστε πάνω και να νομίζουμε ότι κάτι θα γίνει. Δε θα γίνει. Ή τουλάχιστον όχι τη δεδομένη στιγμή.
Παρ’ όλο αυτό το μπέρδεμα, υπάρχει λύση. Δεν είναι τίποτα δύσκολο. Δε χρειάζεται κόπος για να τη μάθεις, για να τη μελετήσεις είτε για να την κατανοήσεις. Απλά τα πράγματα. Όταν έχουμε απορίες ρωτάμε, δε σωπαίνουμε. Μιλάμε. Ανοίγουμε το στόμα μας παιδιά και εκφράζουμε τα ερωτήματά μας.
Δηλαδή είναι τόσο κοινότοπο κάποιες φορές που λες «Αξίζει να το λέμε συνέχεια;». Κι όμως είμαστε φτιαγμένοι με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούμε να κοιτάξουμε τα προφανή. Επιλέγουμε να τρώμε τα μούτρα μας και να κάνουμε τον εαυτό μας να υποφέρει. Διαλέγοντας διαδρομές που απαιτούν περισσότερο απ’ τον χρόνο μας παρά αν παίρναμε τον ευθύ δρόμο. Η μετατόπιση, όμως, είναι και στις δύο περιπτώσεις ίδια.
Κι είναι κρίμα, άδικο και σπάσιμο νεύρων να μη βγάζουμε λέξη. Ενώ μέσα μας φλεγόμαστε και θέλουμε να βροντοφωνάξουμε στον άλλο «Τι κάνεις; Γιατί το κάνεις; Πώς το σκέφτηκες; Τι θέλεις να δείξεις; » μας αρκεί να είμαστε στο περίμενε.
Κι όλα αυτά εννοείται ότι συμβαίνουν από φόβο. Τρέμουμε μην πέσουμε. Μην προσγειωθούμε απότομα κι άντε να μας μαζέψουν μετά. Έχουμε ανάγκη να συνεχίσουμε να ελπίζουμε, να θεωρούμε ότι αν και δεν είμαστε σίγουροι τα πράγματα πιθανόν να είναι όπως τα θέλουμε. Όπως τα φανταζόμαστε κι όπως τα ονειρευτήκαμε. Επειδή εμείς είμαστε αήττητοι. Μαλακίες.
Ναι, να δίνουμε σε οποιοδήποτε γεγονός έναν Α χρόνο να κυλήσει από μόνο του. Α όμως. Μην πάρουμε σβάρνα όλα τα γράμματα της αλφαβήτου και να μη συμμαζευόμαστε. Μετά υπάρχει λύση και την ξέρουμε όλοι πολύ καλά.
Αυτό ίσως και να μας κάνει και λιγάκι αήττητους όντως. Έτσι λίγο γενναίους. Γιατί θα εμφανιστούμε μπροστά στο άτομο-ερωτηματικό (ας τον πούμε έτσι) και θα είμαστε ευθείς, ξεκάθαροι κι εστιασμένοι στον στόχο. Και θα ρωτήσουμε γιατί αυτό κι αυτό. Όχι στα chat, από τηλέφωνα κι αηδίες. Από κοντά. Να τον βλέπεις στα μάτια. Να τον αφοπλίσεις.
Για να λύσουμε κι εμείς, βρε παιδί μου, τις απορίες μας. Να τον περιμένουμε; Αξίζει; Θα βγάλει κάπου; Ή να προχωρήσουμε; Μα μας έχει τρελάνει πια. Τα μισόλογα δεν περνάνε. Μισόλογα δε δεχόμαστε. Αν υπάρξουν τότε τα αγνοούμε κι αποχωρούμε.
Η αναμονή είναι γενικώς άτιμο πράγμα. Το να περιμένεις να μάθει τι σκέφτεται. Κι αν αξίζει αληθινά τότε να πάει στα κομμάτια. Όμως παύσετε να ασχολείστε με άτομο που με μια μονάχα ξεκάθαρη ερώτηση μπορεί να μετατραπεί σε δευτερόλεπτα από άτομο-ερωτηματικό σε άτομο-τελεία. Προστάτευσε τον εαυτό σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη